Με βάση τους σημερινούς κανόνες, η Ελλάδα θα αναλάμβανε την υποχρέωση να μειώνει το χρέος της κάθε χρόνο κατά 5,5% του ΑΕΠ για 20 χρόνια.
Αυτό ώστε να μειώσει το χρέος από το 171,3% του ΑΕΠ που έφτασε το 2022 στο 60% του ΑΕΠ που παραμένει το ανώτατο όριο χρέους.
Με τους νέους κανόνες, που δημοσιοποιήθηκαν την Παρασκευή, για τις χώρες με χρέος μεγαλύτερο από 90% του ΑΕΠ όπως η Ελλάδα, η επιβεβλημένη ετήσια μείωση χρέους θα είναι 1% του ΑΕΠ.
Σε ό,τι αφορά το κριτήριο του ελλείμματος, το ανώτατο όριο παραμένει το 3%.
Οι χώρες που το υπερβαίνουν, δεν θα υποχρεώνονται πλέον σε περικοπές για να το επαναφέρουν κάτω από το 3% του ΑΕΠ.
Το νέο σύμφωνο εισάγει τον νέο θεσμό του “δημοσιονομικού αποθέματος” που θα πρέπει να τηρούν όλες οι χώρες ώστε να εξασφαλίζεται και η δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και συνέχιση επενδύσεων και της θετικής ανάπτυξης.
Η Ελλάδα έχει έτοιμη απάντηση. Με βάση την Commission θα έχει φέτος έλλειμμα 2,1% του ΑΕΠ που θα μειωθεί στο 0,8% του ΑΕΠ το 2024 άρα δεν κινδυνεύει από την διαδικασία υπερβολικού ελλείματος.
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό απόθεμα του 1,5% του ΑΕΠ του που ζητά η Επιτροπή για τις χώρες με χρέος πάνω από 90% του ΑΕΠ, η Αθήνα έχει επίσης απάντηση.
Με βάση τις προβλέψεις της Επιτροπής, θα παρουσιάζει για την επόμενη τριετία πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 2% του ΑΕΠ
Για το αν και με ποιες προϋποθέσεις θα εξαιρεθούν αι επενδυτικές δαπάνες από τον υπολογισμό του ελλείμματος.
Τα δύσκολα σημεία της συμφωνίας είναι οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα πολυετή δημοσιονομικά σύμφωνα (διάρκειας 4 ετών με πιθανότητα παράτασης άλλων 3 ετών) που θα συνάπτει με τα κράτη μέλη και εν προκειμένω με την Ελλάδα.
Στο νομικό κείμενο που είδε το φως της δημοσιότητας υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες για τις οποίες θα πρέπει να προετοιμάζεται η χώρα μας.
Αν οι προβλέψεις του κράτους μέλους, δεν συμφωνούν με τις προβλέψεις τις Επιτροπής τότε θα αναλαμβάνει η Commission που θα επιβάλλει τους δικούς της κανόνες. Η Ελλάδα έχει εμπειρία από μνημόνια.
Με δεδομένο μάλιστα ότι τα πολυετή προγράμματα θα πρέπει να συμφωνούνται από τα συμβούλια των υπουργών Οικονομικών, η πολιτική παρέμβαση από τους μεγάλους της Ευρωζώνης για τους στόχους της κάθε χώρας είναι μάλλον δεδομένη.
Η Επιτροπή αποκτά δικαίωμα να χαμηλώνει την “οροφή” των καθαρών πρωτογενών δαπανών (ουσιαστικά θα επιβάλλει περικοπές) αν μέσα από την αξιολόγηση της θεωρήσει ότι το πρόγραμμα κάποιας χώρας γίνεται με χρονοδιάγραμμα βραδύτερο από ό,τι έχει συμφωνηθεί.
Τα όρια και οι προϋποθέσεις θα έχουν επιβολή “ποινής”.
Αν μια χώρα υπεραποδίδει έναντι των στόχων δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει το πλεόνασμα των εσόδων για επενδύσεις , θα πρέπει να μειώνει απευθείας το χρέος.
Και τέλος οι μεταρρυθμίσεις που θα επιλέγονται να ενταχθούν στο πρόγραμμα θα πρέπει να είναι πότε καινούργιες και πότε θα εντάσσονται σε μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.