19.8 C
Athens
Friday, November 22, 2024
More

    Μύλοι Λούλη: Ιστορία Μυλωνάδων 7 γενεών, που αρχίζει πριν τη Γαλλική Επανάσταση!

    Εφτά ολόκληρες γενιές μυλωνάδων… Ξεκίνησαν από ένα μικρό πετρόμυλο και «ζύμωσαν» στο πέρασμα των αιώνων την μεγαλύτερη ελληνική αλευροβιομηχανία σε αλέσεις, πωλήσεις και τεχνολογία.

    Η ιστορία των Μύλων Λούλη ξεκινάει τον 18ο αιώνα, όταν το 1782 ο Ζώης Λούλης εγκαθίσταται στην Αετοράχη Ιωαννίνων και κατασκευάζει έναν πετρόμυλο. Ο υιός του Ιωάννης Λούλης, ιδρύει στα Γιάννενα μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της περιοχής, ενώ παράλληλα με όραμα και στρατηγική αναπτύσσει μια σημαντική φιλανθρωπική και κοινωνική δράση με μεγάλη επιρροή, που τον καθιστούν ως έναν από τους μεγάλους ευεργέτες της περιοχής.

    Μετά το θάνατο του Ιωάννη Λούλη, το 1870, με εντολή του όλη του η περιουσία περιέρχεται στο κληροδότημα Λούλη, το οποίο μέχρι σήμερα κρατά ζωντανό το πέρασμα της οικογένειας από τα Γιάννενα, διαθέτοντας όλα του τα έσοδα σε κοινωφελή έργα στην ευρύτερη περιοχή.

    Το 1898, o Χρήστος Θ. Λούλης, που διαθέτει επιχειρηματικό μυαλό, εγκαθίσταται στον απελευθερωμένο από τους Τούρκους, Βόλο, διαβλέποντας τα πλεονεκτήματα της περιοχής: το λιμάνι και τη μεγάλη παραγωγή σιτηρών. Αρχικά, εργάζεται στον υδροκίνητο Μύλο Ρήγα – Ζαρζαμπά και ακολουθούν και τα αδέλφια του, Κωνσταντίνος και Νίκος Λούλης.

    Οι αδελφοί Λούλη, το 1909 ενοικιάζουν τον Ατμόμυλο Ξύδη στον Άνω Βόλο και ξεκινούν τη δική τους επιχειρηματική δράση. Τρία χρόνια αργότερα, κατά την οπισθοχώρηση των Τούρκων, η περιουσία της οικογένειας Λούλη στην Ήπειρο καταστρέφεται και ο Μύλος καίγεται.

     

    Η επιτυχία τους και το όραμα της εκβιομηχάνισης και της εξέλιξης, τους οδηγούν, το 1914 στην ίδρυση νέου εργοστασίου και στη σύσταση εταιρείας με την επωνυμία Κυλινδρόμυλος Αδελφών Λούλη – Ν. Χατζηνίκου & Σία. Εξελίσσεται στον μεγαλύτερο Μύλο της εποχής του στη Θεσσαλία, με παραγωγή 80 τόνους ανά 24ωρο και 50 άτομα προσωπικό.

    Το 1924, ο Μύλος περιέχεται στην πλήρη ιδιοκτησία των αδελφών Λούλη. Παράλληλα, την ίδια χρονιά αποκτούν και το 25% των Μύλων Αλλατίνη στη Θεσσαλονίκη.  Δυο χρόνια μετά, μια πυρκαγιά καταστρέφει τον Μύλο Λούλη. Λίγους μήνες αργότερα, στην ίδια θέση αρχίζει να κτίζεται ένας καινούριος.

    Το 1927, ο Μύλος Λούλη μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία, με πρόεδρο τον Χρήστο Θεμ. Λούλη, όπου μετά από ένα χρόνο, ξεκινά τη λειτουργία του ο νέος Μύλος με ελβετικά μηχανήματα τεχνολογίας Buhler, δυναμικότητας 100 τόνων ανά 24ωρο. Τον Ιούλιο του 1929, στον όρμο Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι – Πειραιά ολοκληρώνεται ο μεγαλύτερος τότε μύλος της ελληνικής επικράτειας, με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας της εποχής εκείνης. Με αρχικό κεφάλαιο 100.000 λίρες Αγγλίας, διαιρεμένο σε 20.000 μετοχές ιδρύεται η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Μύλοι Αγίου Γεωργίου Α.Ε» και βασικούς μετόχους τις οικογένειες Συμεώνογλου, Βουδούρογλου και Καραϊωσηφόγλου.

    Το εργοστάσιο  της εταιρείας «Μύλοι Αγίου Γεωργίου Α.Ε»  είναι ένα από τα πρώτα βιομηχανικά κτίρια, στα οποία χρησιμοποιήθηκε σκυρόδεμα και χαρακτηρίζεται ως ένα μεγαλειώδες έργο της εποχής του. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι «Μύλοι Αγίου Γεωργίου Α.Ε» ηγούνται του κλάδου της ελληνικής Αλευροβιομηχανίας με τα παραγόμενα προϊόντα να κερδίζουν σημαντικό έδαφος στην αγορά της Αττικής και των Κυκλάδων.

    Οι Μύλοι Λούλη στον πόλεμο

    H Κατοχή όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο θα δοκιμάσει την οικογένεια και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στην πρώτη κιόλας περίοδο του πολέμου, μέσα σε ένα κλίμα οικονομικής αστάθειας, η οικογένεια αναγκάζεται να εκποιήσει αρκετά από τα περιουσιακά της στοιχεία και λίγο αργότερα να αναστείλει τη λειτουργία του μύλου, διαθέτοντας ωστόσο το απόθεμα σίτου που άλεσαν κατόπιν μιας καθοριστικής βραχυπρόθεσμης απόφασης επιβίωσης που πήραν, στο προσωπικό.

    Τελικά, το 1945 η επιχείρηση καταφέρνει να επαναλειτουργήσει και στις 24 Οκτωβρίου του 1951 η “Κυλινδρόμυλος Λούλη A.E.” εισάγεται στο Χρηματιστήριο. Η τότε ανταγωνίστρια εταιρεία «Μύλοι Αγίου Γεωργίου Α.Ε» εισάγεται και εκείνη.

    Ένα χρόνο αργότερα, επί προεδρίας Κωνσταντίνου Θεμ. Λούλη , η «Κυλινδρόμυλος Λούλη» κατασκευάζει τον πρώτο σιμιγδαλόμυλο της Ελλάδος, προκαλώντας επανάσταση στον χώρο της μακαρονοποιίας και το τιμόνι αναλαμβάνει ο Γιώργος Λούλης που μετά την επιτυχημένη του εκλογή ως Βουλευτής Μαγνησίας θα αποσυρθεί από την επιχείρηση αφοσιωμένος στην αρχή της οικογένειας ότι: όποιος ασχολείται με την πολιτική δεν μπορεί να είναι και ενεργός στην εταιρεία.

    Το 1961, τη διοίκηση της εταιρείας αναλαμβάνει ο Νικόλαος Κ. Λούλης. Την ίδια δεκαετία, το 1964 η Μύλοι Αγίου Γεωργίου Α.Ε. με προσανατολισμό την καινοτομία, επενδύουν σημαντικά κεφάλαια στην παραγωγή και διάθεση συσκευασμένων προϊόντων του ενός και του μισού κιλού, τα οποία διατίθενται στα παντοπωλεία και σούπερ μάρκετ της εποχής. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούν μια καινούρια αγορά που απευθύνεται στα ελληνικά νοικοκυριά και κυριαρχούν σ’αυτήν.

    Τα ηνία της επιχείρησης αναλαμβάνει ο ανιψιός του Γιώργου, Νικόλας του Κωνσταντίνου Λούλης, παππούς του σημερινού προέδρου κ. Νίκου Λούλη και στα χρόνια που ακολουθούν η εταιρεία θα αναπτυχθεί ραγδαία. Αρχίζει να λειτουργεί το υποκατάστημα «Κυλινδρόμυλος Λούλη» στην Αττική και γίνεται και το πρώτο βήμα για μετεγκατάσταση του Μύλου στη βιομηχανική περιοχή του Βόλου.

    Το 1975, ο Νικόλαος Λούλης θα φύγει από τη ζωή νέος πριν κλείσει τα 50 του χρόνια και έτσι το βάρος της επιχείρησης θα κληθεί να σηκώσει η σύζυγός του Εύη Λούλη, η οποία και αναλαμβάνει τη θέση της Προέδρου, ενώ κοντά της βρίσκεται ο νεαρός τότε Κωνσταντίνος Λούλης που ασκεί καθήκοντα γενικού διευθυντή σε ηλικία μόλις 20 ετών έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του ως Μηχανικός Κυλινδρόμυλων στην Ελβετία.

    Ο Κωνσταντίνος Λούλης, δυναμικός και ενθουσιώδης, δείχνει από τις πρώτες κιόλας κινήσεις του ότι μια νέα εποχή ξεκινάει παραδίνοντας το 1978 τον νέο μύλο στη βιομηχανική περιοχή του Βόλου, δυναμικότητας 180 τόνων την ημέρα αφού έχει προηγηθεί μια μεγάλη επένδυση στην τεχνολογία.

    Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αρχίζει την εξαγωγική δραστηριότητα με βλέμμα στραμμένο προς την Ανατολή αλλά και την Αφρική αναπτύσσοντας συνεχώς την εταιρεία. Το 1988, οι συνολικές αλέσεις της «Κυλινδρόμυλος Λούλη» φέρνουν την εταιρεία στη δεύτερη θέση της ελληνικής αλευροβιομηχανίας από τη 12η που κατείχε το 1978. Ενώ το 1991 ο Κωνσταντίνος Ν. Λούλης κάνει το πρώτο βήμα για τη μετεγκατάσταση του μύλου από τη ΒΙ.ΠΕ. Βόλου με την αγορά παραλιακού οικοπέδου εκτάσεως 100.000 τ.μ. στον Παγασητικό Κόλπο (όρμος Αμαλιάπολης).

    Το 1993 η «Κυλινδρόμυλος Λούλη» ιδρύει το υποκατάστημα Μακεδονίας με έδρα στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης και το 1995 αγοράζει τον Μύλο Σιμιτζή στην Καβάλα προχωρώντας σε ριζική ανακαίνιση των κτιριακών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων.

    Η εξαγορά των μύλων Αγίου Γεωργίου και η επέκταση στο εξωτερικό

    1999

    Το 1999, η «Κυλινδρόμυλος Λούλη» εξαγοράζει μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών το 52% των μετοχών της εταιρείας «Μύλοι Αγ. Γεωργίου», και εγκαινιάζει στα Τίρανα κέντρο διανομής αλλά και μονάδας παραγωγής αρτοσκευασμάτων, ενώ το 2000 αγοράζει τους Μύλους Σόφιας στη Βουλγαρία, αναλαμβάνοντας τη διοίκησή τους.

    Το 2001 θεμελιώνεται στη Cernica Βουκουρεστίου μια νέα πρότυπη βιομηχανική μονάδα που αποτελείται από μακαρονοποιείο, αρτεργοστάσιο, αλευρόμυλο και μονάδα παραγωγής δημητριακών (corn flakes), ενώ την ίδια χρονιά η επωνυμία της εταιρείας αλλάζει από «Κυλινδρόμυλος Λούλη» σε «Μύλοι Λούλη».

    Λίγα χρόνια αργότερα, το 2004, ξεκινά η παραγωγή αλεύρου στο νέο εργοστάσιο της εταιρείας στα Τίρανα Αλβανίας και το 2007 γίνεται η μεταβίβαση πακέτου μετοχών, που αντιπροσωπεύουν το 60% του μετοχικού κεφαλαίου των θυγατρικών εταιρειών σε Ρουμανία και Βουλγαρία στην εταιρεία Leipnik-Lundeburger Invest Beteiligungs A.G.

    Το 2010, η εταιρεία περνά στην έβδομη γενιά και τη διοίκηση αναλαμβάνει ο Νίκος Κ. Λούλης, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Βοστώνης (τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικών) καθώς και της Ανωτέρας Ειδικής Τεχνικής Σχολής Μηχανικών Κυλινδρόμυλων της Ελβετίας, αρχίζοντας την ίδια χρονιά τη λειτουργία του πρώτου βιολογικού μύλου των Βαλκανίων στις εγκαταστάσεις της Σούρπης. Παρά την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η εταιρεία συνεχίζει να επενδύει και έτσι ο Μύλος που αρχικά είχε ξεκινήσει τη λειτουργία του τον Ιούλιο του 1929 στο Κερατσίνι, στην περιοχή του όρμου του Αγίου Γεωργίου αντικαταστάθηκε από μια νέα μονάδα τα εγκαινια της οποίας έγιναν στις 7 Νοεμβρίου 2012. Πρόκειται για επένδυση ύψους 10 εκατ. ευρώ στην οποία προχώρησε η εταιρεία Μύλοι Λούλη -όπου από το 2004 ανήκουν πλήρως οι Μύλοι Αγίου Γεωργίου. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η επένδυση υλοποιήθηκε χωρίς η εταιρεία να λάβει τραπεζικό δανεισμό αλλά και κανενός είδους επιδότηση. Συγχρόνως, η γκάμα των καταναλωτικών προϊόντων Μύλοι Αγίου Γεωργίουμεγάλωσε θεαματικά, με πολλά νέα και καινοτόμα προϊόντα καθώς και με την νέα σειρά μειγμάτων Easy Bake.

    Το 2015, παρά την έντονη κρίση που βιώνεται στην Ελλάδα, οι «Μύλοι Λούλη» εξαγοράζουν την ελληνική εταιρεία Kenfood, πρωτοπόρο στον χώρο παραγωγής μειγμάτων και πρώτων υλών αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, έτσι η εταιρεία ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο τη θέση της.

    Προσφορά στη λαογραφία και στον πολιτισμό

    Η οικογένεια Λούλη, για περισσότερο από έναν αιώνα, συλλέγει με αγάπη αντικείμενα σχετικά με τον κύκλο “σιτάρι – αλεύρι – ψωμί”. Η ανάγκη να συγκεντρωθούν όλα αυτά σε έναν χώρο, να αναδειχθούν και να είναι προσβάσιμα στο κοινό, μας οδήγησε στη δημιουργία ενός μουσείου.

    Η υλοποίησή του πραγματοποιήθηκε το 2012, στο ιστορικό κτίριο των Μύλων Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι. Το όραμα του Μουσείου είναι αφενός να διαφυλάξει και να διαδώσει την ιστορία και την παράδοση που συνοδεύουν τον κύκλο “σιτάρι – αλεύρι – ψωμί” και αφετέρου να τονίσει την αξία της μεσογειακής διατροφής για τον άνθρωπο, ενώ παράλληλα θέλει να ευαισθητοποιήσει τους επισκέπτες σχετικά με περιβαλλοντικά και διατροφικά θέματα. Το μουσείο λειτούργησε τον Ιανουάριο του 2013 στο πλαίσιο της εταιρικής υπευθυνότητας της εταιρείας που το υποστηρίζει εξολοκλήρου οικονομικά και η είσοδος είναι δωρεάν.

     

    Ξεκινώντας από ένα μικρό μύλο στην Ήπειρο πριν από 238 χρόνια, η εταιρεία Μύλοι Λούλη συνεχίζει μέχρι σήμερα να προσφέρει τα προϊόντα της στην ελληνική αγορά μένοντας πιστή στην παράδοση και την ποιότητα, ακολουθώντας πάντα τις ανάγκες των καταναλωτών της.

    Τελευταία Άρθρα

    Σχετικά Άρθρα