Η Γαλλίδα φωτογράφος Λορέν Τουρσί έμεινε δύο μήνες σε ένα απομονωμένο χωριό της Γροιλανδίας και μας μεταφέρει πώς προσαρμόζεται ο δυτικός τρόπος ζωής σε μια πολύ διαφορετική κουλτούρα.
Μέρος: παραθαλάσσιο χωριό Ακουνάακ στη δυτική Γροιλανδία. Η θερμοκρασία βρίσκεται σταθερά κάτω από τους μείον δέκα βαθμούς, τα νερά είναι παγωμένα και η πρόσβαση στο χωριό, ή η εγκατάλειψή του, μέσω της θάλασσας είναι αδύνατη . Τους χειμωνιάτικους μήνες, αν παραστεί ανάγκη μετακίνησης θα πετάξει ένα ελικόπτερο από το γειτονικό Αασιάατ, μια μικρή κωμόπολη 23 χιλιόμετρα δυτικότερα.
Με άλλα λόγια, δεν είναι ό,τι πιο εύκολο ούτε να φτάσεις στο Ακουνάακ ούτε να φύγεις. Όταν η Γαλλίδα φωτογράφος Λορέν Τουρσί, επισκέφτηκε το χωριό το 2020, με σκοπό να φωτογραφίσει την καθημερινότητα των κατοίκων, αντιμετώπισε ένα επιπλέον πρόβλημα, αυτό της παύσης των πτήσεων λόγω της έξαρσης της πανδημίας του κορωνοϊού, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί στο χωριό των 60 κατοίκων για δύο μήνες. Τελικά επέστρεψε συνεπαρμένη από αυτό το εγχείρημα της.
Κατά την διάρκεια παραμονής της στο Ανουνάακ, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη μικρών και μεγάλων, τους έδειξε προηγούμενη της δουλειά με ζώα και σκηνές από ψάρεμα ή κυνήγι. «Αν σε εμπιστευτούν, έχεις αποκτήσει πρόσβαση», αναφέρει. «Τα παιδιά είναι ό,τι πιο ιερό για τους Ινουίτ. Είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουν». Ινουίτ ονομάζονται οι ιθαγενείς της Γροιλανδίας, μια λέξη που στη γλώσσα τους σημαίνει «άνθρωπος». Σταδιακά όλοι άνοιξαν τα σπίτια τους και μοιράστηκαν μαζί της την κουλτούρα τους. Οι περισσότεροι δεν ζουν φτωχικά και έχουν ορισμένες ανέσεις, αν και αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Οι απαγορεύσεις για το κυνήγι (σύμφωνα με τον κανονισμό της ΕΕ που ισχύει από το 2009) έχουν ουσιαστικά τερματίσει την εξαγωγή κρέατος και οι περισσότεροι έχουν καταφύγει στο ψάρεμα, που έχει λιγότερους περιορισμούς. Υπάρχει μια γυναίκα με πιστοποιητικό νοσοκόμας, ένας δάσκαλος, μια γυναίκα που διατηρεί το μίνι μάρκετ, μια άλλη που είναι υπεύθυνη για το δημόσιο σπίτι, εκεί δηλαδή όπου πλένονται όσοι δεν έχουν μπάνιο στο σπίτι τους.
«Ο τρόπος επικοινωνίας μας ήταν κυρίως με παντομίμα, αφού δεν υπήρχε η λύση Google translate, καθώς λόγω έλλειψης αρκετών χρηστών η γλώσσα τους δεν είναι περασμένη. Αυτό που κάναμε ήταν να μεταφράζει ο συνομιλητής μου στα δανέζικα με τη βοήθεια ενός λεξικού, κι από εκεί στα αγγλικά. Δεν ήταν εύκολο, αλλά μας βοήθησε να χτίσουμε τη σχέση μας», λέει η Λορέν.
Αν έχουμε στο μυαλό μας τους Ινουίτ ως κάτι το εντελώς εξωτικό, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση: «Αυτό που διαφέρει είναι η απομόνωσή τους από τον έξω κόσμο, όμως κι εκεί χρησιμοποιούν το Facebook για να κλείσουν ραντεβού να βρεθούν στο χωριό ή παίζουν βιντεοπαιχνίδια και τα πιτσιρίκια σκρολάρουν βίντεο από το TikTok».
Δεν υπάρχουν πολλοί έφηβοι στο χωριό, καθώς δεν υπάρχει γυμνάσιο και λύκειο. Οι νέοι πηγαίνουν γυμνάσιο ή λύκειο σε άλλα μέρη και επιστρέφουν αν μπορούν τα Σαββατοκύριακα. Κάθε χρόνο ο πληθυσμός συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, αφού δεν υπάρχουν πολλές επαγγελματικές ευκαιρίες για τους νέους. «Υπάρχει ένα πανεπιστήμιο στην πρωτεύουσα [σ.σ.: Νουούκ], αλλά κι αυτό έχει πολύ λίγες ειδικότητες. Αν θέλουν κάτι περισσότερο, πρέπει να πάνε στη Δανία», εξηγεί η Λορέν και προσθέτει ότι πολλοί Δανοί αντιμετωπίζουν αρκετά υποτιμητικά τους Ινουίτ, καθώς επωφελούνται από κρατικές επιδοτήσεις. «Δεν θα μπορούσαν να ζήσουν όμως χωρίς αυτές τις επιδοτήσεις στον σύγχρονο κόσμο. Παλιότερα κάλυπταν μόνοι τους τις ανάγκες τους, κυνηγούσαν τις φώκιες, έτρωγαν το κρέας τους, χρησιμοποιούσαν το λίπος τους για να φωτίσουν και να ζεσταθούν.
Αυτό δεν μπορεί να συμβεί πλέον, λόγω των αυστηρών κανόνων του κυνηγιού». Εξηγεί επίσης ότι στην κοσμοθεωρία των Ινουίτ το ανθρώπινο είδος δεν είναι σημαντικότερο από τα ζώα και τον φυσικό κόσμο. «Όταν σκοτώνουν ένα ζώο, πρέπει να κάνουν μια ευχαριστία, να χρησιμοποιήσουν κάθε μέρος του, σαν προσφορά στο θείο. Κυνηγούν για να επιβιώσουν. Τα πάντα στην κουλτούρα τους κινούνται γύρω από την ισορροπία φύσης και ανθρώπου».
COVID FREE ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Κρούσμα κορωνοϊού δεν είχε το χωριό, όμως παρακολουθούσαν τα νέα από την τηλεόραση και το ίντερνετ κατι που για αυτούς αποτελούσε έναν φορέα άγχους. Η εκκλησία δεν λειτουργούσε και αρκετοί από τους κατοίκους δεν κυκλοφορούσαν στο χωριό λόγω φόβου. «Υπήρχε μια οικογένεια που πλέον τη θεωρώ ως την οικογένειά μου εκεί. Τρώγαμε μαζί τις Κυριακές. Οι ακραίες θερμοκρασίες και η απομόνωση επιβάλλουν στενούς κοινωνικούς δεσμούς, γιατί χωρίς αυτούς είσαι εντελώς μόνος», λέει.
Η έννοια της κοινότητας είναι πολύ σημαντική και όλοι είναι εξαιρετικά δεμένοι με τον τόπο τους και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους. «Είναι ως λαός εξαιρετικά ταπεινοί. Δεν τους αρέσει η δημόσια διένεξη και δεν θέλουν να θίξουν οι μεν τους δε. Πράγμα το οποίο δυσκολεύει την πολιτική και τις αποφάσεις. Υπάρχει δήμαρχος, αλλά αρνούνται να μιλάει κάποιος στη θέση του άλλου, θέλουν να συμμετέχουν όλοι στις αποφάσεις. Όταν δεν συμφωνούν σε κάτι, μπορεί να κάνουν έναν διαγωνισμό τραγουδιού και ο πιο παράφωνος να κάνει πίσω», σημειώνει γελώντας και λέει ότι πρόκειται για μια χαρούμενη κοινότητα.
Θα πίστευε κανείς ότι η κλιματική αλλαγή θα τους απασχολούσε περισσότερο, αλλά δεν είναι έτσι, διότι δεν βρίσκονται στο πιο βόρειο σημείο της Αρκτικής και, κυρίως, πιστεύουν στην προσαρμοστικότητα. «Ό,τι θέλει ας έρθει κι εμείς θα βρούμε την άκρη» – αυτή είναι η φιλοσοφία τους. Επίσης είναι θρήσκοι, αλλά με έναν παράδοξο τρόπο: πηγαίνουν στην εκκλησία κάθε Κυριακή, αλλά ταυτόχρονα πιστεύουν στα μυθικά τέρατα και είναι στην κουλτούρα τους να διηγούνται τρομακτικές ιστορίες στα παιδιά. Απλά πράγματα για μας τους Δυτικούς τούς κάνουν χαρούμενους. «Τον χειμώνα δεν μπορούν να συνδεθούν με άλλα μέρη, οπότε αποθηκεύουν το φαγητό και τα απαραίτητα και ξαναπρομηθεύονται από τον Απρίλη και μετά. Τη μέρα της προμήθειας όλο το χωριό μαζεύεται στο λιμάνι και είναι σαν γιορτή. Έτυχε να είμαι εκεί και μια οικογένεια με κάλεσε στο σπίτι της και με κέρασε καρπούζι που είχαν μόλις αγοράσει. Είναι σαν εμάς. Άμα θέλουν να φάνε μεξικάνικο, θα μαγειρέψουν μεξικάνικο – αρκεί να τους έχουν περισσέψει τα υλικά».