Θέμα χρόνου είναι το λανσάρισμα και στην Ελλάδα του Zara Pre-owned, της πλατφόρμας που δίνει τη δυνατότητα στους πελάτες του δημοφιλούς brand να παρατείνουν τη διάρκεια ζωής των ρούχων μέσω επισκευής, μεταπώλησης και δωρεών. Από την πλευρά της η H&M, εκτός από πρόγραμμα ανακύκλωσης, προσφέρει και συμβουλές για επισκευή και μεταποίηση ρούχων.
Πρόκειται για ενδεικτικές τάσεις της βιομηχανίας γρήγορης μόδας (fast fashion) που μετασχηματίζεται για να καταστεί βιώσιμη. Εξάλλου, η ΕΕ έχει «ανοιχτό πόλεμο» με τη γρήγορη μόδα την οποία θέτει… εκτός μόδας με το στόχο που έχει θεσπίσει έως το 2030: τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα που διατίθενται στην ευρωπαϊκή αγορά να είναι μεγάλης διάρκειας ζωής και ανακυκλώσιμα, σε μεγάλο βαθμό να κατασκευάζονται από ανακυκλωμένες ίνες, να είναι απαλλαγμένα από επικίνδυνες ουσίες και να παράγονται με σεβασμό στα κοινωνικά δικαιώματα και στο περιβάλλον.
Την ίδια ώρα διαπιστώνεται ότι οι καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν παραπάνω για βιώσιμα προϊόντα. Ως αποτέλεσμα οι πιέσεις στα brands, που έχουν την ευθύνη να ελέγχουν κάθε στάδιο του κύκλου ζωής των προϊόντων, κλιμακώνονται.
Σήμερα κολοσσοί της παγκόσμιας βιομηχανίας μόδας όπως η Inditex και η H&M εξακολουθούν να αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς (με βάση δημοσιευμένα στοιχεία το 2021 η Inditex στην Ελλάδα εμφάνισε πωλήσεις 460 εκατ. ευρώ και η H&M 122,4 εκατ. ευρώ καλύπτοντας σταδιακά τις απώλειες των lockdown). Ωστόσο για να διατηρήσουν τη δυναμική των πωλήσεών τους στο μέλλον και να καταστήσουν τα προϊόντα τους ανθεκτικά, όπως προβλέπουν οι νέοι κανονισμοί, θα πρέπει να επενδύσουν σε πιο ποιοτικά υλικά, καθώς και υπηρεσίες.
Οι υπηρεσίες επισκευής, μεταπώλησης και δωρεών, μέρος των δεσμεύσεων της Zara για την κυκλικότητα των προϊόντων, είναι διαθέσιμες ήδη στο Ηνωμένο Βασίλειο, μέσω Zara, Zara.com και εφαρμογής για κινητά. O όμιλος Inditex φέρεται να αναζητά συνεργάτες για την εφαρμογή αυτής της ιδέας και σε άλλες χώρες.
Πρόκειται για υπηρεσίες που λειτουργούν συμπληρωματικά με το πρόγραμμα συλλογής ρούχων στα καταστήματα. Όπως είπε τον περασμένο Νοέμβριο, κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων 9μήνου του ομίλου ο Óscar García Maceiras, CEO της Inditex, η φιλοδοξία είναι να αναπτυχθεί το πρόγραμμα Zara Pre-owned σε περισσότερες αγορές το 2023.
Προς το παρόν δεν υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες για την επέκταση στην Ελλάδα, όπως αναφέρουν στελέχη του ισπανικού ομίλου στα οποία απευθύνθηκε το Euro2day.gr. Όπως μεταφέρουν, “το πρόγραμμα συλλογής ρούχων επιτρέπει στους πελάτες να δωρίσουν τα προϊόντα που δεν χρησιμοποιούν πλέον σε περισσότερες από 90 τοπικές φιλανθρωπικές οργανώσεις στις διάφορες αγορές που έχει παρουσία ο όμιλος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Caritas στην Ισπανία. Στην Ελλάδα συνεργαζόμαστε με την ΜΚΟ IASIS”.
Εξηγούν ότι τα ρούχα δωρίζονται σε όσους έχουν ανάγκη ή πωλούνται σε καταστήματα μεταχειρισμένων για χρηματοδότηση κοινωνικών και περιβαλλοντικών προγραμμάτων μη κερδοσκοπικών οργανισμών. Τα ρούχα που δεν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν μετατρέπονται σε άλλα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα όπου είναι δυνατόν (upcycling) ή μετατρέπονται σε νέα υλικά από ίνες για άλλη βιομηχανική χρήση εκτός κλωστοϋφαντουργίας (downcycling).
Σύμφωνα με στελέχη του ομίλου, οι συμφωνίες με αυτούς τους οργανισμούς περιλαμβάνουν μια συγκεκριμένη αίρεση προκειμένου να αποτραπεί η μεταφορά ενδυμάτων σε χώρους υγειονομικής ταφής αλλά και μια λίστα με αγορές όπου δεν επιτρέπονται οι εξαγωγές λόγω του κινδύνου αρνητικών επιπτώσεων. Μέσω αυτής της πολιτικής το 2021 πάνω από 60% των ενδυμάτων επαναχρησιμοποιήθηκαν μετά τη δωρεά ή τη μεταπώλησή τους από τις συνεργαζόμενες ΜΚΟ για τη χρηματοδότηση κοινωνικών έργων. Eπίσης, πάνω από 30% -που δεν ήταν δυνατό να επαναχρησιμοποιηθεί- στάλθηκε για ανακύκλωση (κυρίως downcycling) ενώ ενδύματα ή προϊόντα που δεν μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν ή να ανακυκλωθούν οδηγήθηκαν για ανάκτηση ενέργειας, μια επιλογή που αντιπροσωπεύει λιγότερο από 6% των συνολικών συλλεγόμενων προϊόντων.
Από την πλευρά της η H&M προσφέρει συμβουλές στους πελάτες της για να κάνουν τα ρούχα να διαρκούν περισσότερο με το concept Take Care ενώ από το 2013 υλοποιεί το πρόγραμμα Garment Collecting συλλέγοντας στα καταστήματα του δικτύου της ρούχα και υφάσματα οποιασδήποτε μάρκας και σε οποιαδήποτε κατάσταση. Τα είδη ταξινομούνται σε αυτά που μπορούν να ξαναφορεθούν τα οποία προωθούνται ως μεταχειρισμένα, σε επαναχρησιμοποιούμενα τα οποία αξιοποιούνται σε μεταποιημένες συλλογές της μάρκας ή πανιά καθαρισμού και σε είδη για ανακύκλωση. Όλα τα ρούχα που δεν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ή να μεταποιηθούν τεμαχίζονται σε υφαντουργικές ίνες και χρησιμοποιούνται για να δημιουργηθούν άλλα υλικά όπως π.χ. μονωτικά υλικά.
Η H&M έχει κάνει επίσης πολύ δουλειά για να φαίνεται και να είναι διαφανής, ειδικά μετά το σκάνδαλο που προκάλεσε πέρυσι η κατηγορία για ψευδείς ισχυρισμούς περί βιωσιμότητας στη σειρά ρούχων “Conscious Collection”. Στοιχεία έδειξαν ότι τα είδη της σειράς δεν προέρχονταν από 100% βιώσιμα υλικά όπως ισχυριζόταν η εταιρεία. Ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης αλλά και της αντίδρασης των καταναλωτών, οι οποίοι είναι ενημερωμένοι πλέον για το τι σημαίνει οικολογικό προϊόν, έχει ενισχύσει το Τμήμα Βιωσιμότητας και προσπαθεί να οικοδομήσει κυκλικές εφοδιαστικές αλυσίδες.
Τα παραπάνω αποτελούν χαρακτηριστικά των αλλαγών που δρομολογούνται στη βιομηχανία μόδας η οποία καλείται να αναπροσαρμόσει το επιχειρηματικό της μοντέλο. Ειδικά δε οι εταιρείες fast fashion, όπως τα σήματα της Inditex και της H&M, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες προκλήσεις λόγω των αυστηρών κανόνων που έχει θεσπίσει στη στρατηγική της η ΕΕ, η οποία σε μεγάλο βαθμό τις “στοχοποιεί” για τον αντίκτυπός τους στο κλίμα, στην κατανάλωση νερού και ενέργειας και στο περιβάλλον.
H ψηφιακή ετικέτα στα ρούχα
Διαπιστώνεται ότι στα είδη ένδυσης αντιστοιχεί το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στην ΕΕ (81%). Η τάση να χρησιμοποιούνται τα ενδύματα για ολοένα και λιγότερο χρόνο πριν από την απόρριψή τους ενισχύει τις μη βιώσιμες πρακτικές υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης. Αυτές όμως είναι οι τάσεις του fast fashion, όπου οι καταναλωτές ωθούνται να αγοράζουν συνεχώς ενδύματα κατώτερης ποιότητας και χαμηλότερης τιμής, τα οποία παράγονται με ταχείς ρυθμούς για να ανταποκριθούν στις τελευταίες τάσεις της μόδας.
Μάλιστα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, αν και μεταξύ 1996 και 2018 οι τιμές στην ένδυση μειώθηκαν πάνω από 30% σε σχέση με τον πληθωρισμό, η μέση δαπάνη των νοικοκυριών για είδη ένδυσης αυξήθηκε. Αυτό δείχνει ότι οι πολίτες δεν επωφελήθηκαν πλήρως από ευκαιρίες εξοικονόμησης κόστους, ενώ από την άλλη μεριά η αυξανόμενη ζήτηση για κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα τροφοδοτεί τη μη αποδοτική χρήση μη ανανεώσιμων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής συνθετικών ινών από ορυκτά καύσιμα.
Έτσι, η ΕΕ με πρόταση οδηγίας για την εταιρική δέουσα επιμέλεια βιωσιμότητας (CSDD) θεσπίζει υποχρέωση όλων των μεγάλων εταιρειών να αξιολογούν και να μετριάζουν τις δυσμενείς επιπτώσεις από τη λειτουργία τους. Παράλληλα δίνεται έμφαση στους ισχυρισμούς περί βιωσιμότητας, καθώς έλεγχος έδειξε ότι 39% αυτών ενδέχεται να είναι ψευδείς. Παράλληλα προωθείται η ψηφιακή ετικέτα στα ρούχα, καθιστώντας υποχρεωτικές ελάχιστες απαιτήσεις για την συμπερίληψη ανακυκλωμένων ινών στα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα ώστε να είναι πιο εύκολο να επισκευαστούν και να ανακυκλωθούν.
Της Σοφίας Εμμανουήλ