Ποιος θα μπορούσε να μας συστήσει άλλωστε τον Βόλφανγκ Αμαντέους Μότσαρτ καλύτερα από την αδελφή του; Η Πέμη Ζούνη μεταμορφώνεται σε Νάνερλ Μότσαρτ στο καινούριο θεατρικό έργο του Μηνά Βιντιάδη, «Ο αδερφός μου ο Αμαντέους», υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Βάνας Πεφάν.
Πάνω στις δικές της παρτιτούρες έμαθε μουσική ένας από τους κορυφαίους μουσουργούς, τη στιγμή που και η ίδια θεωρείτο μια από τις καλύτερες πιανίστριες της Ευρώπης. Μαζί όργωσαν ολόκληρη την Ευρώπη και γνώρισαν την αποθέωση ως «παιδιά θαύματα». Μέχρι τη χρονιά που η Νάρνελ έκλεισε τα δεκαοκτώ της χρόνια. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής ήταν πλέον σε ηλικία γάμου. Έτσι η σπουδαία μουσικός πέρασε στο περιθώριο.
«Όταν, μελετώντας τη ζωή του Μότσαρτ, ανακάλυψα πόσο σημαντική ήταν η Νάνερλ, συγκλονίστηκα. Μια γυναίκα με μεγάλη μουσική παιδεία και ταλέντο σε μια εποχή που κυριαρχούσαν οι άντρες συνθέτες προσπαθούσε να δείξει τι αξίζει, κόντρα στα ήθη και τα έθιμα και τις απαιτήσεις ενός αυστηρού συντηρητικού πατέρα» αναφέρει ο Μηνάς Βιντιάδης στο Marie Claire, προσθέτοντας:
«Το ημερολόγιο και οι επιστολές της είναι γεμάτα από ένα “γιατί“, ένα παράπονο, μια κραυγή απόγνωσης για τη μοίρα των γυναικών του πριν, τις ευκαιρίες που δεν είχαν.
«Όταν, μελετώντας τη ζωή του Μότσαρτ, ανακάλυψα πόσο σημαντική ήταν η Νάνερλ, συγκλονίστηκα. Μια γυναίκα με μεγάλη μουσική παιδεία και ταλέντο σε μια εποχή που κυριαρχούσαν οι άντρες συνθέτες προσπαθούσε να δείξει τι αξίζει, κόντρα στα ήθη και τα έθιμα και τις απαιτήσεις ενός αυστηρού συντηρητικού πατέρα»
»Με τη βοήθεια και την παρότρυνση της Βάνας Πεφάνη, προσπάθησα να αναδείξω αυτή τη γυναίκα, που σήμερα θα έλαμπε ως ένα μεγάλο ταλέντο, συνθέτης και πιανίστα και θα μας έκανε να παραμιλάμε γι’ αυτό που θα βλέπαμε και θα ακούγαμε».
«Η ιδέα του Μηνά Βιντιάδη για την άγνωστη ιστορία της αδελφής του Αμαντέους με συνάντησε σε μια περίοδο έντονης ανησυχίας, θυμού και εσωτερικής αναζήτησης για το φύλο μου, αβεβαιότητας για τη δημιουργία, για τη δουλειά μου την ίδια» σημειώνει η σκηνοθέτιδα και προσθέτει:
«Η ιστορία λοιπόν μιας καλλιτέχνιδας του 1800, ταλαντούχας και τελικά παραγκωνισμένης και φυλακισμένης στα πατριαρχικά πρότυπα της τότε κοινωνίας, με ενδιέφερε πάρα πολύ. Ψάχνοντας τρόπους να επαναπροσδιορίσω την “καλλιτεχνική” μου φωνή στο σήμερα, στα εμπόδια που συναντώ στη δουλειά μου λόγω του φύλου μου, με την επιτακτική ανάγκη να μιλήσω, όχι φεμινιστικά αλλά για τον άνθρωπο που τον εμποδίζουν να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, δημιουργήθηκε σιγά σιγά η παράσταση. Έχοντας σημαντική βοήθεια, αυτοδιάθεση και γενναιοδωρία από την Πέμη Ζούνη, που έχει αναλάβει τον πολύπλοκο ρόλο της Νάνερλ Μότσαρτ, κατασκευάσαμε μια γυναικεία παραστατική περιπέτεια στη ζωή και στην τέχνη, που εκφράζει τη δικαίωση και την επιμονή, μα πάνω απ’ όλα την πίστη και την αγάπη. Πολύτιμοι στο έργο μας ο έξοχος πιανίστας Διονύσης Μαλλούχος και ο Έλιο-Φοίβος Μπέικο».
«Έχοντας σημαντική βοήθεια, αυτοδιάθεση και γενναιοδωρία από την Πέμη Ζούνη, που έχει αναλάβει τον πολύπλοκο ρόλο της Νάνερλ Μότσαρτ, κατασκευάσαμε μια γυναικεία παραστατική περιπέτεια στη ζωή και στην τέχνη, που εκφράζει τη δικαίωση και την επιμονή, μα πάνω απ’ όλα την πίστη και την αγάπη».
Μια ιδιοφυΐα καταπιεσμένη από την πατριαρχία
Γεννήθηκε στο Σάλτσουμπουργκ το 1751, από τον Λεοπόλδο και την Άννα Μαρία Μότσαρτ, και από την ηλικία των επτά ετών άρχισε να διδάσκεται τσέμπαλο από τον πατέρα της, που είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τη μουσική παιδεία. Μάλιστα τα έπαιρνε συχνά σε περιοδείες, σε πόλεις όπως η Βιέννη και το Παρίσι, όπου το ταλέντο τους έγινε ξεκάθαρο από νεαρή ηλικία.
Ως παιδιά ο Βόλφγκανγκ και η Νάνερλ φαίνεται να ήταν πολύ δεμένα και, σύμφωνα με το βιογράφο Μέιναρντ Σόλομον, ο Βόλφγκανγκ άρχισε να μελετάει μουσική στα τρία χρόνια του εμπνευσμένος από τη μεγαλύτερη αδερφή του. Στον μαγικό κόσμο της παιδικής ηλικίας, είχαν επινοήσει το δικό τους φανταστικό βασίλειο, όπου ο Βόλφγκανγκ ήταν ο βασιλιάς και η Νάνερλ η βασίλισσα. Αργότερα ο Βόλφγκανγκ θα έγραφε μια σειρά έργων για πιάνο για να τα εκτελέσει η Νάνερλ.
Μεγαλώνοντας, ωστόσο, χωρίστηκαν οι δρόμοι τους. Παρόλο που και η Νάνερλ άρχισε να γράφει τις δικές της συνθέσεις, σύμφωνα με επιστολές του αδερφού της που επαινούν τη μουσική δημιουργία της, σήμερα δεν επιβιώνει καμία. Όταν το χαρισματικό κορίτσι έφτασε «σε ηλικία γάμου» παρέμεινε κλεισμένη στο σπίτι με τους γονείς της, οι οποίοι δεν τής επέτρεψαν να παντρευτεί τον άντρα με τον οποίο ήταν ερωτευμένη.
Τελικά η Νάνερλ υπάκουσε στην επιθυμία των γονιών της να γίνει η γυναίκα ενός χήρου, του δικαστή Γιόχαν Μπαπτίστ Φραντς φον Μπέρχτολντ, και να εγκατασταθεί μαζί του σε ένα αυστριακό χωριό περίπου 30 χλμ. μακριά από το πατρικό της στο Σάλτσμπουργκ. Έκτοτε αφοσιώθηκε στην ανατροφή των πέντε παιδιών του συζύγου της από δύο προηγούμενους γάμους του αλλά και των τριών δικών τους παιδιών.
Ποια η σχέση της Νάνερλ και του Βόλφγκανγκ μετά την ενηλικίωσή τους; Κάποιες πηγές λένε ότι κράτησαν επαφή, ενώ άλλες, όπως ο βιογράφος της, ότι αποξενώθηκαν: ότι δεν επισκέφτηκαν ποτέ ο ένας τον άλλον, ότι δεν είδαν ποτέ ο ένας τα παιδιά του άλλου και ότι, σταδιακά, σταμάτησαν ακόμα και να αλληλογραφούν.
Μετά το θάνατο του Βόλφγκανγκ, η Νάνερλ συναντήθηκε με τη χήρα του, Κωνστάντζα, και τον δεύτερο σύζυγό της, Γεώργιο Νικόλαο φον Νίσεν, στους οποίους παραχώρησε μια σειρά από επιστολές που είχε ανταλλάξει με τον αδερφό της, για να τις χρησιμοποιήσουν ως υλικό σε μια βιογραφία του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε «τυφλή, αδύναμη, εξαντλημένη και σχεδόν άφωνη», σύμφωνα με μια μαρτυρία. Πέθανε το 1829, σε ηλικία 78 ετών, αφήνοντας τις μεταγενέστερες γενιές να αναρωτιούνται πώς θα είχε εξελιχθεί, προσωπικά και καλλιτεχνικά, αν είχε γεννηθεί σε διαφορετική εποχή. Πιθανότατα η μουσική ιστορία θα επιδείκνυε ένα ακόμα τεράστιο ταλέντο.