Το χάσμα σε μισθούς, απασχόληση και ανεργία έναντι της Ε.Ε. αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία.
Τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης αποτελούν ένα βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, που συνδέεται όχι μόνο με την επίπτωση που είχαν στην αγορά εργασίας τα μέτρα λιτότητας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων που επιβλήθηκαν την προηγούμενη δεκαετία, αλλά και με την εγγενή ανεπάρκεια του παραγωγικού συστήματος της χώρας να δημιουργεί νέες, καλά αμειβόμενες και ποιοτικές θέσεις εργασίας, αναφέρει η έκθεση.
Αναφορικά με την απασχόληση, αναφέρεται ότι στις ηλικίες 15-64 ετών η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ανήλθε το 2023 στις 18 ποσοστιαίες μονάδες, επίδοση που είναι η υψηλότερη στην Ε.Ε.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το εύρος της απόκλισης αυτής στην Ελλάδα το 2023 ήταν σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ιδιαίτερα ανησυχητικό στοιχείο είναι επίσης ότι, παρά την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης σε σύγκριση με το προ πανδημίας επίπεδο (2019) κατά 5,3 ποσοστιαίες μονάδες, η απόκλισή του μεταξύ ανδρών και γυναικών μειώθηκε στη χώρα μας μόνο οριακά (0,6 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ στην πλειονότητα των υπόλοιπων κρατών-μελών η μείωση αυτή ήταν μεγαλύτερη.
Πολύ υψηλό παραμένει και το κενό απασχόλησης μεταξύ των νέων και των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας. Σύμφωνα με την έκθεση, η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-29 ετών από το αντίστοιχο εκείνων ηλικίας 50-64 ετών ανήλθε το 2023 στις 27,4 ποσοστιαίες μονάδες (έναντι 27,8 ποσοστιαίων μονάδων το 2022), διαφορά που αποτελεί την 7η μεγαλύτερη μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε.
Στα ενθαρρυντικά στοιχεία που δείχνουν ότι η εικόνα στην απασχόληση βελτιώνεται περιλαμβάνεται η αύξηση που καταγράφεται σε πολλά επαγγέλματα για το 2023 σε σχέση με το 2022, αλλά και σε σχέση με το 2019. Ειδικότερα, το 2023, σε σχέση με το 2022, οι κλάδοι που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης ήταν αυτοί της “Μεταφορά και αποθήκευση” (+20,3 χιλ. άτομα), “Δραστηριότητες σχετικές με τη δημόσια υγεία” (+20,1 χιλ. άτομα), “Γεωργία, δασοκομία και αλιεία” (+17 χιλ. άτομα), “Κατασκευές” (+16,7 χιλ. άτομα) και “Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες” (+9,7 χιλ. άτομα).
Αύξηση του αριθμού των εργαζομένων, σε ετήσια βάση, καταγράφηκε επίσης, μεταξύ άλλων, και στη “Μεταποίηση” (+6,3 χιλ. άτομα), στην “Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου κ.λπ.” (+5,8 χιλ. άτομα), καθώς και στις “Διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες” (+4,7 χιλ. άτομα).
Στον αντίποδα, η μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων το 2023 έναντι του 2022 εντοπίστηκε στους κλάδους “Χονδρικό και λιανικό εμπόριο κ.λπ.” (-22,6 χιλ. άτομα), “Εκπαίδευση” (-14,7 χιλ. άτομα), “Τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία” (-11 χιλ. άτομα), “Δημόσια διοίκηση και άμυνα” (-7 χιλ. άτομα), ενώ μείωση της απασχόλησης σημειώθηκε και σε άλλους πέντε κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων οι “Δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών κ.ά.” (-2,2 χιλ. άτομα), η “Ενημέρωση και επικοινωνία” (-1,4 χιλ. άτομα) και οι “Δραστηριότητες ετερόδικων οργανισμών και φορέων” (-1,4 χιλ. άτομα).
Στο διάστημα 2019-2023 αύξηση της απασχόλησης κατέγραψαν 15 κλάδοι, εκ των οποίων η σημαντικότερη ήταν στους κλάδους “Δημόσιας Υγείας” (58,3 χιλ. άτομα), “Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες” (43,5 χιλ. άτομα), “Μεταποίηση” (38,6 χιλ. άτομα), “Δημόσια διοίκηση και άμυνα” (22,6 χιλ. άτομα) και “Γεωργία, δασοκομία και αλιεία” (22,5 χιλ. άτομα). Η αύξηση των εργαζομένων στους συγκεκριμένους κλάδους αντιπροσωπεύει το 74% της καθαρής αύξησης της απασχόλησης στο σύνολο των κλάδων της οικονομίας.
Ανεργία
Ακόμα μία σοβαρή πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική αγορά εργασίας είναι ότι, παρά τη συνεχή και σημαντική μείωσή του από το 2014 και ύστερα, το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να κυμαίνεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα, τόσο σε απόλυτα νούμερα όσο και συγκριτικά με τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Ειδικότερα, το ποσοστό των ανέργων ηλικίας 15-74 ετών στο σύνολο του εργατικού δυναμικού διαμορφώθηκε το 2023 στην Ελλάδα στο 11,1%, ποσοστό που ήταν 4,5 και 5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ό,τι στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. αντίστοιχα. Η επίδοση αυτή είναι η δεύτερη χειρότερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., με την Ελλάδα να καταγράφει χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας μόνο έναντι της Ισπανίας.
Μισθοί και ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα
Μια επιπλέον σημαντική πρόκληση για την ελληνική αγορά εργασίας είναι το χαμηλό επίπεδο των ονομαστικών αποδοχών, που γίνεται χαμηλότερο εξαιτίας της ακρίβειας, η οποία εξανεμίζει τις όποιες αυξήσεις, πλήττοντας την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων εργαζομένων.
Ως προς το επίπεδο των ονομαστικών αποδοχών, η έκθεση αναφέρει ότι υπάρχει διανεμητικό κενό, που όμως δεν έχει αξιοποιηθεί για να ενισχυθούν ανάλογα οι μισθοί των εργαζομένων, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μην έχει καταφέρει να πιάσει τον μέσο όρο των μισθών των χωρών της Ευρωζώνης.
Το διανεμητικό περιθώριο είναι το ποσοστό κατά το οποίο αυξήθηκαν οι μισθοί και το διανεμητικό κενό είναι το ποσοστό κατά το οποίο θα έπρεπε να αυξηθούν με βάση την παραγωγικότητα. Για το 2022 ο μέσος μισθός, σύμφωνα με τα στοιχεία ης ΕΛΣΤΑΤ που επικαλείται η έκθεση του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ, αυξήθηκε κατά 1,4%, ενώ υπήρχε διανεμητικό περιθώριο για αύξηση κατά 10,9%, καθώς ο πληθωρισμός έτρεχε με 9,3%! Για το 2023 η αύξηση του μέσου μισθού ήταν 4,5%, όσο ήταν και το διανεμητικό περιθώριο.