Στη συνέντευξη που παραχώρησε στον δημοσιογράφο για το Θέμα ο Λάκης Λαζόπουλος αναλύει τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και τα λάθη του Αλέξη Τσίπρα, σε ένα κόμμα που πορευόταν, σύμφωνα με όσα λέει, αυτοσχεδιάζοντας, ενώ δεν υπήρχε team να του λέει την αλήθεια για τις δημοσκοπήσεις.
Σε ό,τι αφορά τις εκλογές, νομίζω πως το πρώτο μεγάλο σφάλμα του Τσίπρα ήταν ότι ζήτησε την απλή αναλογική, δηλαδή επί της ουσίας είπε μόνος του ότι σίγουρα δεν θα είμαι πρώτος, οπότε θέλω παρέα. Κι όταν ζητάς παρέα στην Ελλάδα σε αντιμετωπίζουν ως έναν μαγκούφη μοναχικό τύπο και δεν σε βλέπουν καλά.
Το δεύτερο ήταν ότι είπε “όχι” σε κυβέρνηση ηττημένων, το οποίο για μένα σημαίνει ότι με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να μπει στη διεκδίκηση της εξουσίας.
«Όταν λοιπόν δεν έχεις ένα team να σε ενημερώσει ότι δεν σε ακούει ο κόσμος και είσαι 20 μονάδες πίσω, δηλαδή μια χαοτική απόσταση, σημαίνει ότι ξέρεις πλέον πως αυτό το κόμμα έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου αυτοσχεδιάζει».
«Ο Τσίπρας έχει κάνει πάρα πολλά λάθη και οι γύρω του ακόμη περισσότερα. Πιστεύω ότι ο Πολάκης μπορεί να ήταν το ένα από τα δύο πιο μεγάλα λάθη του στο τέλος», τονίζει. «Το άλλο ήταν αυτό με τον Κατρούγκαλο. Τον άφησε να παραιτηθεί ευγενικά. Για μένα δεν τον αφήνεις να παραιτηθεί ευγενικά, ούτε μιλάς ευγενικά.
Τον τελειώνεις εκείνη τη στιγμή και του λες “όχι μόνο φεύγεις εσύ, σε διώχνω εγώ”. Ο αρχηγός ενός κόμματος δεν γελάει και χαϊδεύει αυτιά, ούτε με τους συνεργάτες του έχει τέτοια σχέση. Πρέπει να έχει μια σχέση αμείλικτη, γιατί εδώ κυβερνιέται ο τόπος, δεν έχεις το περιθώριο να κάνεις πολλές χάρες. Δεν μπορείς εσαεί να είσαι συναισθηματικός».
Παραιτήθηκε γιατί «δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο».
«Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στο 3%. Προστέθηκε ένα κοινωνικό ρεύμα, άλλο ένα 30%. Αυτό ήταν ένα δεύτερο κόμμα και είναι πολύ περίεργο να ξεκινάει ένα 3% και να παίρνει άλλο ένα 30%. Αυτό το δεύτερο κόμμα σχεδόν το αγνόησε και επέστρεψε στη βάση του 3% για να κλαφτεί. Ανέλυε το 3% τις απόψεις του 30% που δεν γνώριζε. Οπότε επειδή δεν εκφράστηκε αυτό το κόμμα, πουθενά με κανέναν τρόπο, σιγά-σιγά πήγαν ο καθένας εκεί που ήθελε».