Η Ελλάδα κατάφερε το 2023 να βελτιώσει μια σειρά από μακροχρόνιες αδυναμίες της οικονομίας της, καθώς το δημόσιο χρέος, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ανεργία υποχώρησαν την προηγούμενη χρονιά, όμως απαιτείται περαιτέρω προσαρμογή και στενή παρακολούθηση, σημειώνει έκθεση της της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη χώρα μας.
Η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ συνέχισε να υποχωρεί, παραμένοντας η υψηλότερη στην ΕΕ, με τους κινδύνους για τη βιωσιμότητα του χρέους βραχυπρόθεσμα να παραμένουν χαμηλοί. Η αναμενόμενη περαιτέρω βελτίωση στα δημοσιονομικά ισοζύγια αναμένεται να διασφαλίσει ότι το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται.
Για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών η έκθεση σημειώνει πως αυτό αυξήθηκε σημαντικά την τριετία 2020-2022 και μειώθηκε κατά ένα τρίτο το 2023, κυρίως λόγω των ευνοϊκών εξελίξεων στις εισαγωγές και της εξαγωγές, παραμένει ωστόσο σημαντικά υψηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα.
Η καθαρή επενδυτική θέση της χώρας μας επίσης βελτιώθηκε το 2023, αν και παραμένει η χαμηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πραγματική κατανάλωση έριξε ρυθμούς την προηγούμενη χρονιά, αν και η αναλογία κατανάλωση προς ΑΕΠ επέστρεψε στα προ πανδημίας επίπεδα και παραμένει η υψηλότερη στην ΕΕ. Η αναμενόμενη σημαντική αύξηση των επενδύσεων πιθανότητα θα διατηρήσει την ζήτηση για εισαγωγές σε υψηλά επίπεδα κατά την περίοδο εφαρμογής του σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας,
Στην έκθεση σημειώνεται ακόμη πως το απόθεμα των «κόκκινων» δανείων συνέχισε να υποχωρεί, ωστόσο δεν καταγράφηκε σημαντική πρόοδος στην μείωση του χαρτοφυλακίου των servicers που εξακολουθεί να επιβαρύνει τους ισολογισμούς και την πιστοληπτική ικανότητα του ιδιωτικού τομέα.
«Η διατήρηση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και η έγκαιρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας παραμένουν κρίσιμοι παράγοντες για τη διασφάλιση της δομικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας», σημειώνεται ακόμη στα συμπεράσματα της έκθεσης.
Η διατήρηση του μεταρρυθμιστικού momentum σε τομείς όπως η λειτουργία του δημοσίου, η εφαρμογή της δικαιοσύνης και τα κόκκινα δάνεια θεωρούνται κρίσιμοι για τη συνέχεια, ενώ εξίσου κρίσιμη είναι η διασφάλιση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2%.
«Επιπλέον, η μείωση του επενδυτικού κενού εξαρτάται από τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και της πρόσβασης στη χρηματοδότηση, καθώς και στην ενίσχυση του χρηματοοικονομικού τομέα και των κεφαλαιαγορών», σημειώνεται ακόμη στην έκθεση.