Πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της ΕΕ παραμένει η αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας το 2024 και 2025, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Επιτροπής που δόθηκαν σήμερα (15/5) στη δημοσιότητα.
Η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα αναμένεται να φτάσει το 2,2% το 2024 και το 2,3% το 2025, υποστηριζόμενη από τις εξαγωγές, τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση. Η πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ΑΕΠ το 2024 στην ευρωζώνη είναι 0,8% και 1% στην ΕΕ, ενώ για το 2025 το ΑΕΠ προβλέπεται να επιταχυνθεί κατά 1,4% στην ευρωζώνη και 1,6% στην ΕΕ.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να μετριαστεί στο 2,8% το 2024 και στο 2,1% το 2025, δηλαδή στο ίδιο επίπεδο με την ευρωζώνη.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω, χάρη στη συγκρατημένη αύξηση των δαπανών και ο λόγος του δημόσιου χρέους αναμένεται να παραμείνει σε πτωτική πορεία.
Συγκεκριμένα, η έκθεση της Επιτροπής για την Ελλάδα τονίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα θα επιταχυνθεί σταδιακά χάρη σε ισχυρότερες επενδύσεις.
«Μετά από μια πολύ ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία, το 2023 η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν ακόμα υψηλή στο 2%. Το πραγματικό ΑΕΠ παραμένει πολύ πάνω από το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας και το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η οικονομική δραστηριότητα καθοδηγήθηκε από την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία επωφελήθηκε από την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, από τις επενδύσεις στις κατασκευές και από τις καθαρές εξαγωγές, ενώ τα αποθέματα ήταν τροχοπέδη στην ανάπτυξη», αναφέρει η έκθεση.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα υποστηρίζεται πλέον κυρίως από την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος και αναμένεται να αυξηθεί με ελαφρώς χαμηλότερο ρυθμό το 2024.
Η προβλεπόμενη σταδιακή χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης και η επιτάχυνση της υλοποίησης έργων του Σχεδίου Ανάκαμψης, αναμένεται να τονώσουν τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, που αναμένεται να αυξηθούν από 4% το 2023 σε 6,7% το 2024. Η σταδιακή ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης αναμένεται επίσης να τονώσει τις εξαγωγές. Ωστόσο, η επιταχυνόμενη αύξηση των επενδύσεων, αναμένεται να προκαλέσει υψηλότερη ζήτηση εισαγωγών. Έτσι, οι καθαρές εξαγωγές είναι πιθανό να είναι ουδέτερες ως προς την ανάπτυξη και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να περιοριστεί μόνο μέτρια στον προβλεπόμενο ορίζοντα.
Έτσι λοιπόν, η οικονομική ανάπτυξη (το ΑΕΠ) στην Ελλάδα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,2% το 2024 και κατά 2,3% το 2025. Οι επενδύσεις αναμένεται να αποκτήσουν περαιτέρω δυναμική και να καταστούν βασικός συντελεστής στην αύξηση της παραγωγής, ενώ οι δαπάνες των νοικοκυριών είναι πιθανό να υποστηριχθούν περαιτέρω από την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος.
Επιβράδυνση της ανάπτυξης της απασχόλησης
Σύμφωνα με την Επιτροπή, το 2023, η αγορά εργασίας συνέχισε να ενισχύεται λόγω της σταθερής οικονομικής δραστηριότητας, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 11,1%. Παρά την υψηλή ακόμη ανεργία, τα ποσοστά κενών θέσεων αυξάνονται, υποδεικνύοντας αυξανόμενες ελλείψεις στην αγορά εργασίας σε ορισμένους τομείς. Η απασχόληση προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω, αλλά η αύξηση είναι πιθανό να περιοριστεί από τον κατακερματισμό της αγοράς εργασίας, ιδίως λόγω αναντιστοιχιών δεξιοτήτων και από το χαμηλό ποσοστό δραστηριότητας. Οι ονομαστικές αποδοχές ανά εργαζόμενο αναμένεται να αυξηθούν με λιγότερο δυναμικό ρυθμό αλλά να παραμείνουν σταθερές, υπερβαίνοντας τον πληθωρισμό, ως αποτέλεσμα της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού, της αύξησης των μισθών στο δημόσιο τομέα και της σύσφιξης της αγοράς εργασίας.
Σταδιακή χαλάρωση του πληθωρισμού εν μέσω επίμονων τιμών για τρόφιμα και υπηρεσίες
Παρά την περαιτέρω πτώση των τιμών της ενέργειας, η διαδικασία αποπληθωρισμού σταμάτησε προσωρινά στα μέσα του 2023 λόγω του επίμονα υψηλού πληθωρισμού των τροφίμων, ο οποίος επιδεινώθηκε από τις επιπτώσεις των πλημμυρών και τις υψηλές τιμές των υπηρεσιών. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν κατά μέσο όρο 4,2% το 2023 και διαμορφώθηκε στο 3,4% τον Μάρτιο του 2024, δηλαδή μία ποσοστιαία μονάδα πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Οι πιέσεις στις τιμές αναμένεται να υποχωρήσουν μόνο σταδιακά, βραχυπρόθεσμα, λόγω του επίμονου πληθωρισμού των τροφίμων και της σταθερής αύξησης των μισθών. Οι τιμές καταναλωτή αναμένεται να αυξηθούν κατά 2,8% το 2024 και 2,1% το 2025. Ο πληθωρισμός χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα αναμένεται να παραμείνει ελαφρώς υψηλότερος, στο 3,1% και 2,2% το 2024 και το 2025 αντίστοιχα.
Μείωση ελλείμματος και χρέους λόγω της συγκράτησης δαπανών και αύξησης εσόδων
Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 2,5% του ΑΕΠ το 2022 σε 1,6% το 2023, κυρίως λόγω της σταδιακής κατάργησης των μέτρων που εφαρμόστηκαν για τον μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών τιμών της ενέργειας. Κατά την Επιτροπή, το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στο 1,2% του ΑΕΠ το 2024. Αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα της συγκρατημένης αύξησης των τρεχουσών δαπανών. Η πρόβλεψη λαμβάνει υπόψη τη μεταρρύθμιση της φορολογίας των αυτοαπασχολούμενων με αύξηση των εσόδων, η οποία αφενός περιλαμβάνει μείωση της πάγιας εισφοράς κατά 50% και αφετέρου, εφαρμόζει ένα ελάχιστο εισόδημα για τους αυτοαπασχολούμενους. Η Επιτροπή σημειώνει, επίσης, ότι σχεδόν όλα τα μέτρα ενεργειακής στήριξης καταργούνται σταδιακά, εκτός από ορισμένα δευτερεύοντα μέτρα που παραμένουν σε ισχύ μετά το 2023, τα οποία μονιμοποιήθηκαν, με δημοσιονομικό κόστος περίπου 0,1% του ΑΕΠ.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 0,8% του ΑΕΠ το 2025 με βάση τις αμετάβλητες πολιτικές. Αυτή η πτώση αναμένεται να υποστηριχθεί από τη σιωπηλή αύξηση του δημόσιου μισθολογίου. Αντίθετα, η αναμενόμενη μείωση κατά 0,5π.μ. των συντελεστών των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και η πλήρης κατάργηση της πάγιας εισφοράς στους αυτοαπασχολούμενους αναμένεται να μειώσουν την αύξηση των εσόδων.
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε στο 161,9% το 2023 λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και του πλεονάσματος του πρωτογενούς ισοζυγίου. Ο δείκτης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 153,9% του ΑΕΠ το 2024 και στο 149,3% το 2025, βοηθούμενος από την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, την ονομαστική ανάπτυξη και τις προσαρμογές αποθεμάτων που σχετίζονται μεταξύ άλλων με τα σημαντικά έσοδα από τις παραχωρήσεις της Εγνατίας και της Αττικής Οδού.
Οι δημοσιονομικές προοπτικές εξακολουθούν να υπόκεινται σε κινδύνους. Οι αρνητικοί κίνδυνοι πηγάζουν από εκκρεμείς νομικές υποθέσεις, κυρίως από τις δικαστικές υποθέσεις κατά της Εταιρείας Δημόσιας Περιουσίας (ΕΤΑΔ). Επίσης, με τον αυξανόμενο κατώτατο μισθό, αυξάνονται οι μισθολογικές πιέσεις στον δημόσιο τομέα. Ανοδικά, τα έσοδα θα μπορούσαν να είναι υψηλότερα από ό,τι προβλέπεται σήμερα, λόγω των μέτρων που στοχεύουν στη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης.