Η οικονομία της Κίνας παρήγε περίπου το 1/4 του ρυθμού της παγκόσμιας ανάπτυξης. Σήμερα είναι 3 φορές λιγότερο. Το ποσοστό των πρώτων 6 χωρών στο παγκόσμιο ΑΕΠ για το 2024 υπολογίζεται ως εξής: ΗΠΑ 26,3%, Ε.Ε. 17,3%, Κίνα 16,9%, Ιαπωνία 3,8%, Ινδία 3,6% και Βρετανία 3,2%.
Το μοντέλο ανάπτυξης με εξαγωγικά εμπορικά πλεονάσματα που έχει επιλέξει η Κίνα φαίνεται να έχει φτάσει σε κορεσμό, επαναλαμβάνοντας την ίδια κατάληξη που είχαν όσες χώρες ακολουθούν τέτοια μοντέλα ανάπτυξης, με πιο τρανταχτό το παράδειγμα της Ιαπωνίας. Οι υπερεπενδύσεις στον κλάδο των ακινήτων (επενδυμένο το 30% του ΑΕΠ) την οδήγησαν σε κατάρρευση με περίπου 30 εκατ. απούλητες έτοιμες κατοικίες, στις οποίες οι Kινέζοι επένδυσαν το 60% των αποταμιεύσεών τους.
Πλέον η Κίνα έχει αντιληφθεί τη ζήτηση που υπάρχει από πλευράς Ε.Ε. και ΗΠΑ για προϊόντα τα οποία απαιτούνται για την πράσινη μετάβαση, που εκτιμάται περίπου στα 5 τρισ. δολάρια. Για να καλύψει αυτή τη ζήτηση, η Κίνα αφήνει την παραδοσιακή βιομηχανία και στρέφεται στην παραγωγή φωτοβολταϊκών, ανεμογεννητριών, μπαταριών, ηλεκτρικών οχημάτων κ.λπ.
Στόχος αυτής της στροφής είναι να συνεχίσει να έχει υψηλά εμπορικά πλεονάσματα, τα οποία το 2023 ανήλθαν κοντά στο 1 τρισ. δολ. Τα 291 δισ. και τα 275 δισ. δολ. προήλθαν από το εμπορικό πλεόνασμα με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ αντίστοιχα. Όμως τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. δεν έχουν πλέον την οικονομική δυνατότητα να καλύπτουν την εκροή χρημάτων των εμπορικών ελλειμμάτων. Το κόστος των επιτοκίων των δανείων έχει πενταπλασιαστεί και η ποσοτική χαλάρωση τροφοδοτεί πλέον τον πληθωρισμό.
Η κατάσταση της Κίνας δημιουργεί ανασφάλεια και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αποταμιεύσεων των Κινέζων περίπου στο 30% του ΑΕΠ, ως εκ τούτου τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης, ενώ σε συνδυασμό με τη μείωση της ζήτησης από ΗΠΑ και Ε.Ε. εμφανίζεται μια υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα των εργοστασίων της, που κατά μέσον όρο είναι περίπου 25%. Αυτό δημιουργεί ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και μείωση των τιμών για να μπορέσουν να εξαγάγουν, οπότε εξαλείφονται τα κέρδη των κινεζικών επιχειρήσεων και γίνονται ακόμη πιο ευάλωτες σε οικονομικές αναταράξεις, και επιπλέον θα χαθούν τα κεφάλαια που επενδύθηκαν σε αυτή την υπερβάλλουσα δυναμικότητα του 25%.
Το ίδιο ποσοστό αποταμίευσης, περίπου 30% του ΑΕΠ, είχε και η Ιαπωνία γύρω στο 1990, καθώς οι Ιάπωνες αποταμίευαν και αρνούνταν να καταναλώνουν λόγω της οικονομικής ανασφάλειας μετά την κατάρρευση των τιμών των ακινήτων τους. Και τότε οι ιαπωνικές κυβερνήσεις, για να υποκαταστήσουν τη μειωμένη ζήτηση των πολιτών και να απασχολήσουν την υπερβάλλουσα παραγωγή των εργοστασίων τους, άρχισαν να δανείζονται από την τεράστια δεξαμενή των καταθέσεων των πολιτών αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες. Το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας από 70% του ΑΕΠ το 1990 εκτοξεύτηκε στο 265% του ΑΕΠ σήμερα (το μεγαλύτερο ποσοστό χρέους παγκοσμίως). Παρ’ όλα αυτά, η Ιαπωνία εδώ και 30 χρόνια δεν κατάφερε να αυξήσει το ΑΕΠ της.
Την ίδια μοιραία στρατηγική με την Ιαπωνία ακολουθεί η Κίνα, έχοντας μια δεξαμενή καταθέσεων περίπου 30% του ΑΕΠ. Προχθές το κινεζικό δημόσιο διέθεσε 50 δισ. για να στηρίξει τη ζήτηση ακινήτων. Αυτό συμβαίνει ενώ το δημόσιο χρέος είναι στο 70% του ΑΕΠ, οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν καταρρεύσει, η ανεργία στους μορφωμένους νέους ξεπερνάει το 1/3, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος ξεπερνούν το 300% του ΑΕΠ και οι εκροές κεφαλαίων έφθασαν στα 68 δισ. το 2023.
Παράλληλα εμφανίζεται η Ινδία ως ένας πολλά υποσχόμενος ανταγωνιστής έχοντας δημοκρατικό πολίτευμα και αξίες πολύ κοντά σε αυτές των δυτικών χωρών.
Ακόμη και η Ιαπωνία, που δεν δεσμευόταν από κομματικές ιδεοληψίες, δεν κατάφερε να διατηρήσει την ανάπτυξή της στα εξαγωγικά πλεονάσματα. Μέχρι το 1989, οι 32 από τις 50 μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως ήταν ιαπωνικές, ενώ σήμερα έχει μείνει μόνο μία, η Toyota, στην 42η θέση.
*Ο κ. Γιώργος Ατσαλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.