Η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ) διατήρησε σταθερό το βασικό της επιτόκιο γύρω στο 0,25%, το υψηλότερο επιτόκιο από το 2008, επισημαίνοντας μια μέτρια ανάκαμψη της οικονομίας, ενώ παράλληλα προειδοποίησε ότι παραμένουν «υψηλές αβεβαιότητες» στις προοπτικές της δραστηριότητας και των τιμών.
Σε μια ευρέως αναμενόμενη απόφαση, η BoJ δήλωσε ότι η διήμερη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής της ολοκληρώθηκε με ομόφωνη απόφαση να διατηρηθεί ο στόχος του επιτοκίου μίας ημέρας στο 0,25%.
Η οικονομία της Ιαπωνίας, ανέφερε η κεντρική τράπεζα στην ανακοίνωσή της, είναι πιθανό να συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό πάνω από τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξής της «καθώς εντείνεται σταδιακά ο ενάρετος κύκλος από το εισόδημα στις δαπάνες».
Σταθερά τα επιτόκια και στην Κίνα
Η Κίνα διατήρησε την Παρασκευή αμετάβλητα τα κύρια επιτόκια δανεισμού αναφοράς της κατά τον μηνιαίο καθορισμό, ενώ η αγορά ανέμενε περικοπή, εν μέσω της μείωσης κατά 50 μονάδες βάσης από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Οι παρατηρητές της αγοράς που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters ανέμεναν περικοπή, καθώς η μείωση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έδωσε περισσότερα περιθώρια στην Κίνα να μειώσει το εγχώριο κόστος δανεισμού της χωρίς να προκαλέσει απότομη πτώση του γουάν.
Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (PBOC) δήλωσε ότι θα διατηρήσει το βασικό επιτόκιο δανεισμού (LPR) ενός έτους στο 3,35%, καθώς και το πενταετές LPR στο 3,85%.
Το μονοετές LPR επηρεάζει τα επιχειρηματικά και τα περισσότερα δάνεια των νοικοκυριών στην Κίνα, ενώ το πενταετές LPR λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων.
Η μείωση των επιτοκίων στις ΗΠΑ είχε επιτρέψει μεγαλύτερη νομισματική ευελιξία στην Κίνα, ώστε να επικεντρωθεί στην ελάφρυνση του βάρους του χρέους των καταναλωτών και των επιχειρήσεων της, καθώς επιδιώκει να ενισχύσει τις επενδύσεις και τις δαπάνες.
Η Κίνα αιφνιδίασε τις αγορές μειώνοντας σημαντικά βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού τον Ιούλιο, σε μια κίνηση για την αναθέρμανση της ανάπτυξης της οικονομίας της, η οποία αντιμετώπιζε μια παρατεταμένη κρίση ακινήτων και εξασθενημένο καταναλωτικό και επιχειρηματικό κλίμα.