Το Jack Daniel’s είναι ένα από τα πιο εμβληματικά αμερικανικά εμπορικά σήματα και τα πιο δημοφιλή αλκοολούχα ποτά στον κόσμο. Ωστόσο, ενώ το ουίσκι και ο ομώνυμος ιδρυτής του έχουν γίνει κυρίαρχα ονόματα στην αμερικανική ιστορία των ποτών, το πρόσωπο που ίσως είναι περισσότερο υπεύθυνο για την επιτυχία του – ένας σκλάβος με το όνομα Nathan “Nearest” Green, ο οποίος δίδαξε στον Jack Daniel την τέχνη της απόσταξης του ουίσκι – έμεινε άγνωστο για περισσότερα από 150 χρόνια.
Της Πέπης Οικονομάκη
Λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια του Γκριν, πέρα από το ότι γεννήθηκε στο Μέριλαντ το 1820. Δεν είναι σαφές, για παράδειγμα, αν γεννήθηκε υπόδουλος ή αν έγινε σκλάβος αργότερα στη ζωή του. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1800, ο Γκριν είχε αποκτήσει φήμη ως επιδέξιος αποσταγματοποιός ουίσκι στην κομητεία Λίνκολν του Τενεσί – σε τέτοιο βαθμό που η εταιρεία Landis & Green που τον εκμεταλλευόταν συχνά τον νοίκιαζε σε φάρμες και φυτείες της περιοχής που επιθυμούσαν να επωφεληθούν από τις ικανότητές του στην παρασκευή ουίσκι. Με αυτή την ιδιότητα ο Green γνώρισε τον νεαρό Jasper “Jack” Daniel…
Jack Daniel’s: Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ο πατέρας του Jack Daniel ήταν βαριά άρρωστος και ο μόνος που μπορούσε να φέρει λεφτά στο σπίτι ήταν πλέον αυτός. Ξεκίνησε να βοηθάει τον παπά της ενορίας Dan Call, που έφτιαχνε παράνομα ουίσκι στο πίσω μέρος της εκκλησίας και έμαθε την τέχνη αλλά και τις προτιμήσεις των πελατών. Ο Call, μετά από πολλές πιέσεις του νεαρού Ντάνιελ, του γνώρισε τον Green και έδωσε εντολή στον σκλαβωμένο να διδάξει στο νεαρό αγόρι όλα τα μυστικά της απόσταξης.
Ο Green δίδαξε στον Daniel το “φιλτράρισμα με ζαχαροσφένδαμο” (γνωστό σήμερα ως Lincoln County Process), ένα παγκοσμίως αποδεκτό κρίσιμο βήμα για την παρασκευή ουίσκι Tennessee. Με τη διαδικασία αυτή, το ουίσκι φιλτράρεται μέσω ξύλινων τεμαχίων ξυλάνθρακα πριν τοποθετηθεί σε βαρέλια για παλαίωση, μια τεχνική που οι ιστορικοί τροφίμων πιστεύουν ότι εμπνεύστηκε από παρόμοιες τεχνικές φιλτραρίσματος με ξυλάνθρακα που χρησιμοποιούνταν για τον καθαρισμό του νερού και των τροφίμων στη Δυτική Αφρική. Η διαδικασία προσδίδει μια μοναδική απαλότητα στη γεύση που διαφοροποιεί το ουίσκι Jack Daniel’s από τους ανταγωνιστές του.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Ντάνιελ συνέχισε να μαθαίνει από τον Γκριν, οικοδομώντας μια φιλία με τον μέντορά του και τελειοποιώντας τελικά τη διαδικασία Lincoln County και πουλώντας το ουίσκι του σε όλο το Λίντσμπουργκ και στις γύρω πόλεις. Μέχρι την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, ο Ντάνιελ είχε εξελιχθεί σε ικανό πωλητή, πουλώντας το απαλό ουίσκι του Τενεσί στους στρατιώτες και εδραιώνοντας την ποικιλία του ως την πιο δημοφιλή στην περιοχή.
Εκεί κατάλαβε και τι θα πει μάρκετινγκ, αφού και μόνο ένα μαύρο μπουκάλι ήταν ικανό να πείσει τους πελάτες να το πληρώσουν παραπάνω, ακόμα και αν είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο με ένα άλλο μπουκάλι.
Μόλις τελείωσε ο πόλεμος ο Daniel αγοράζει το αποστακτήριο του Call, και του δίνει το όνομά του. Βάζει στη δουλειά και τους γιους του Green, ο Λιούις, ο Ιλάι και ο Τζορτζ. Ήταν μάλιστα από τους πρώτους που τύπωσε λογότυπο πάνω σε μπουκάλι. Μέσα σε λίγους μήνες, ήταν ο δεύτερος σε πωλήσεις παραγωγός ουίσκι σε όλη την πολιτεία.
Η μανία του Daniel με τη δουλειά, η νευρικότητα και ο θάνατός του
Δεν έκανε οικογένεια, αφού αν και ήταν λάτρης του ωραίου φύλου δεν ήθελε να δεσμευτεί. Όμως η υπερβολική ενασχόληση με την εταιρεία του τον είχε κάνει νευρικό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μια μέρα που ήθελε να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο και είχε ξεχάσει τον κωδικό άρχισε να κλωτσάει το σιδερένιο χρηματοκιβώτιο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Δεν καθάρισε ποτέ το τραύμα, μολύνθηκε και λίγες μέρες μετά ακρωτηριάστηκε για να μη προχωρήσει η μόλυνση. Η υγεία του από εκείνο το σημείο κλονίστηκε και 5 χρόνια μετά πέθανε κατάκοιτος στο κρεβάτι του.
Η εταιρεία πήρε τη συνειδητή απόφαση να συμπεριλάβει το Green στην ιστορία του διυλιστηρίου μόλις το 2016, όταν κατά την 150η επέτειο της μάρκας, άρχισε να συγκεντρώνει ιδέες για το πώς θα αποδώσει στον σκλάβο τη θέση που του αρμόζει. Έτσι το όνομά του και ο ρόλος του συμπεριλαμβάνονται πλέον στις ξεναγήσεις στο αποστακτήριο, στις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο επίσημο ιστορικό της εταιρείας.