Το Ιμαρέτ της Καβάλας βρίσκεται σε περίοπτη θέση εντός των τειχών της παλιάς πόλης της, στη χερσόνησο της Παναγίας. Το μέγεθός του είναι 4.200 τ.μ.. Το μήκος του είναι περίπου 120 μέτρα. Το μνημείο, ένα αριστούργημα της ύστερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής και σπάνιο δείγμα της στην Ευρώπη.
Ιδρυτής του εαυγούς αυτού ιδρύματος είναι ο Μεχμέτ Αλι, γεννημένος στην Καβάλα και μετέπειτα Βαλής και Χεδίβης της Αιγύπτου έθεσε τις βάσεις του σύγχρονου αιγυπτιακού κράτους. Μετά την άδεια που πήρε από τον Σουλτάνο, έδωσε εντολή για την έναρξη της κατασκευής του ευαγούς ιδρύματος ως δώρο του στη γενέτειρα πόλη του το 1813.
Το Ιμαρέτ αποτελείτο από: 2 μεντρεσέδες, μεκτέμπ (Κορανικό δημοτικό), ιμαρέτ – μαγειρίο σούπας, μεστζίντ (χώρος διδασκαλίας), δεξαμενή νερού και βρύσες για πλύση, χαμάμ για τους καθηγητές, το διοικητήριο, βιβλιοθήκη με 2.600 τόμους, τυπογραφείο καθώς και τα 60 δωμάτια των μαθητών που πλέον χρησιμοποιούνται από το μνημείο – ξενοδοχείο Ιμαρέτ (Imaret Hotel).
Ιστορία
Το Ιμαρέτ αποτελούσε βασικό στοιχείο στα σχέδια όλων των οθωμανικών πόλεων, δίνοντας τους ξεχωριστό χαρακτήρα και μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσαν στον ορίζοντα πόλεων στην Ανατολή και τα Βαλκάνια.
Παρείχε στην πόλη δημόσιες υπηρεσίες και αγορές, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης. Παλαιότερα τα Ιμαρέτ ιδρύονταν με την προοπτική δημιουργίας μιας νέας πόλης ή μιας νέας γειτονιάς σε μια ακατοίκητη περιοχή. Ήταν η βάση της ανάπτυξης, οικιστικά σύνολα αναπτύσσονταν γύρω από αυτά. Οι κατασκευές ξεκίνησαν περίπου το 1813, ολοκληρώθηκαν κυρίως το 1823 ενώ γίναν και κάποιες προσθήκες ως το 1864 (όπως το διοικητήριο).
Το Ιμαρέτ αποτελούσε ένα συγκρότημα δημόσιων κτηρίων (kulliye) με κοινωφελή χαρακτήρα και στηριζόταν σε 2 κύριους πυλώνες την φιλοξενία -διδασκαλία και φιλανθρωπία (προσφορά σούπας ανεξαρτήτως θρησκεύματος και καταγωγής).
Η εκπαιδευτική λειτουργία (αυστηρά για μουσουλμάνους άρρενες) συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούλιο του 1902 ενώ η παροχή ‘συσσιτίων’ μέχρι το 1923.
Με τη συνθήκη της Λωζάνης, προσφυγικές οικογένειες διέμειναν μέχρι το 1965-69.
Το 2000 η κατάσταση του συγκροτήματος ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Κατά την διάρκεια των χρόνων το μνημείο παράκμασε και περιήλθε σε κατάσταση ταχύτατης κατάρρευσης. Είχε αποψιλωθεί το μεγαλύτερο μέρος των μολυβδοσκέπαστων τρούλων, εκτεταμένες φθορές στα επιχρίσματα, κατεστραμμένα ξύλινα μέρη κατασκευής (παράθυρα, πόρτες, πατώματα) και τα διακοσμητικά στοιχεία του κτιρίου. Υπήρχε μεγάλος όγκος απορριμμάτων σε όλο το συγκρότημα, τα γραφεία της διοίκησης ήταν σχεδόν κατεστραμμένα ενώ τμήματα του κτιρίου είχαν μετατραπεί σε αποθήκες περιοίκων και καταστημάτων.
Το 1954 αναγνωρίστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση ως αιγυπτιακό βακούφι (wakf) χωρίς όμως να υπάρχει κάποια αισθητή αλλαγή.
Το 2001 ξεκίνησε η αποκατάσταση υπό την ιδιωτική επιχείρηση Μισσιριάν Α.Ε. και από τον Ιούνιο του 2004 λειτουργεί ως μνημείο-ξενοδοχείο που συμπεριλαμβάνει ερευνητικό κέντρο (MOHA Research Center) που προάγει τη διαπολιτισμική κατανόηση και επικοινωνία μέσα από την έρευνα του Ισλάμ και τους πολιτισμούς της ευρύτερης Μεσογείου.
Η ποικιλία του στην διακόσμηση, η ποιότητα των δομών, η αλληλεπίδραση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων και η προσαρμοστικότητα των λειτουργικών του δομών, δημιούργησαν ένα πρωτότυπο συγκρότημα υψηλής αισθητικής αξίας. Συγκροτείται από τέσσερις επιμέρους ενότητες που παρατάσσονται σε σειρά και κάθε ενότητα οργανώνεται γύρω από τέσσερις αυλές-κήπους. Οι θόλοι των μονάδων της κάθε επιμέρους ενότητας διαφοροποιούνται.
Περισσότερο τονισμένοι είναι οι θόλοι των κύριων προσβάσεων και των γωνιακών χώρων που υπερυψώνονται και στην κορυφή τους τοποθετείται μαρμάρινο ή μπρούτζινο alem (πέτρα-κλειδί).
Επενδύονται με φύλλα μολύβδου, τα οποία αλληλοκαλύπτονται για την καλύτερη στεγανοποίηση της επιφάνειας, σχηματίζοντας στις ενώσεις ακτινωτές νευρώσεις, στοιχεία γνώριμα στην Οθωμανική αρχιτεκτονική. Μαζί με ένα πλήθος από καμινάδες, διαφόρων ύψων και σχημάτων, προβάλλουν πάνω από τις στέγες δημιουργώντας μια εντύπωση αταξίας στην οργάνωση του συνόλου. Οι τοίχοι έχουν συνήθως πάχος 0.9 – 1 μέτρο και είναι κατασκευασμένοι από ημιλαξευτούς λίθους με την παρεμβολή οπτόπλινθων ποικίλων διαστάσεων χωρίς ορισμένη διάταξη.
Οι κίονες είναι άλλοτε πλίνθινοι και άλλοτε μαρμάρινοι. Σε κάποια κιονόκρανα παρατηρούνται φυτικά μοτίβα. (Κάποιοι κίονες είναι παλαιότερα κομμάτια από χριστιανική – βυζαντινή εκκλησία που επαναχρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή). Τα πατώματα είναι είτε πλακόστρωτα είτε από μαρμάρινες πλάκες. Τα δένδρα, τα φυτά και το κινούμενο νερό, γενικότερα οι κήποι, είναι μια αυτονόητη εικόνα στους χώρους-αυλές των μουσουλμανικών κτισμάτων.