Είναι βετεράνος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, θαυμάζει τους πατριώτες, είναι 97 ετών και επιθυμία του είναι να φύγει από τη ζωή όπως ξεκίνησε: ξυπόλυτος! Ο εφοπλιστής Ιάκωβος Τσούνης, προκαλεί ρίγη συγκίνησης με την απίστευτη κίνηση πατριωτισμού, να αφήσει όλη του την περιουσία στις ένοπλες δυνάμεις.
«Ο πιο σπουδαίος για μένα είναι ο πατριώτης. Όχι εκείνος που έχει λεφτά, όχι εκείνος που έχει τιμητικές διακρίσεις! Δίχως πατρίδα, ούτε ο πλούτος, ούτε η δόξα ούτε οι χαρές υπάρχουν», αναφέρει ο εθνικός ευεργέτης ο οποίος αφήνει 23 εκατομμύρια ευρώ για την άμυνα της χώρας μας και 60 αποβατικά σκάφη.
Μάλιστα, στη διάρκεια της ζωής του έχει δωρίσει 23 εκατομμύρια ευρώ στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας και σημαντικό πολεμικό εξοπλισμό. «Το τελευταίο μου συμβόλαιο είναι, ό,τι έχω και δεν έχω να πάνε εκεί …. Και πήγαν…ενημερώθηκαν προ ολίγων ημέρων» λέει.
Ανακαινίσεις ολόκληρων πτερυγών και κλινικών στα στρατιωτικά νοσοκομεία της χώρας, δωρεά 60 αποβατικών πλοίων στις ένοπλες δυνάμεις, ανέγερση εκκλησιών και μουσείων και η διάθεση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του στο στράτευμα είναι μερικοί μόνο από τους λόγους που καθιστούν τον Ιάκωβο Τσούνη έναν σύγχρωνο εθνικό ευεργέτη.
Ο Υποστράτηγος επί τιμή Ιάκωβος Τσούνης είναι απόγονος των Λονταίων και Πετμεζαίων, πολεμιστών της Εθνεγερσίας του 1821 ενώ και ο ίδιος πολέμησε σε ηλικία 16 ετών στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 – 41, όντας έτσι ο νεότερος βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με διεθνή αναγνώριση.
Για τη συνολική προσφορά του στην πατρίδα το 2018, έλαβε τη Διαμνημόνευση του Αστέρα Αξίας και Τιμής και τον Απρίλιο του 2020 κατόπιν γνωμάτευσης του ΣΑΓΕ και προτάσεως του Υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Νικολάου Παναγιωτόπουλου του απονεμήθηκε με Προεδρικό Διάταγμα η ιδιότητα του Εφέδρου Αξιωματικού, βαθμού Υποστρατήγου επί τιμή.
Όλα ξεκίνησαν απ’ το Αλβανικό μέτωπο όπου πήγε να πολεμήσει σε ηλικία μόλις 16 ετών…
«Όταν πήγα στην Αλβανία εθελοντής ως ο νεότερος βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ηλικία 16 χρόνων. Είχα άριστη σωματική διάπλαση. Πολέμησα, την ξέρω καλά την Αλβανία. Και όταν πέρασαν τέσσερις ή πέντε μήνες, ο διοικητής τότε του στρατηγείου με βρήκανε πεθαμένο πλέον. Δηλαδή από τα 65-70 κιλά που πήγα είχα μείνει 29 κιλά. Και με φέρανε πίσω» θυμάται μιλώντας στον ΣΚΑΪ.
Από εκείνη τη μέρα και στο εξής εργάστηκε σκληρά και παραχωρούσε κέρδη του στο στράτευμα και τους φτωχούς συμπολίτες του.
«Άρχισα να συνδέομαι με τις ένοπλες δυνάμεις και όταν πλέον άρχισα να βιοπορίζω ξυπόλητος, γιατί είχα 13 αδέλφια. Εγώ ήμουν ο 13ος. Οικογένεια ενός δασάρχη. Από τότε, μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρχίζω να συνεργάζομαι. Και ενώ πηγαίνω καλά τις δουλείες μου ως εκτελωνιστής το ’50 και μεγάλωναν οι δουλείες μου, ό,τι κέρδιζα το αφιέρωνα στις ένοπλες δυνάμεις και σε εκείνους που δεν είχαν να φάνε ψωμάκι» περιγράφει.
Ξεκίνησε ως εκτελωνιστής στον Πειραιά. Το 1966 εισέρχεται στη ναυτιλία ως εφοπλιστής αποκτώντας συνολικά 13 εμπορικά πλοία και σχηματιζόντας μεγάλη περιουσία.
Για τη φιλανθρωπική του δράση έχει λάβει σημαντικές τιμητικές διακρίσεις. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος του απένειμε ξίφος υποστρατήγου επί τιμή.