Μέχρι να καταφέρει η παράσταση “Προξενήτρα” του Θόρντον Γουάϊλντερ να φτάσει στην επιτυχία, πέρασαν περίπου 16 χρόνια. Το 1938 παρουσίασε το “Έμπορο του Γιόνκερς”, ο οποίος ήταν ένας προπομπός της “Προξενήτρας”, αλλά αντιμετώπισε αρνητικές κριτικές και έντονη αδιαφορία από το κοινό. Το έργο τότε κατέβηκε από τη σκηνή μετά από μόλις 39 παραστάσεις.
Ωστόσο, χωρίς μεγάλες αλλαγές στην ιστορία, το ύφος και τις κοινωνικές παρατηρήσεις, προωθήθηκε ξανά με τον τίτλο “The Matchmaker” (“Η Προξενήτρα”). Το έργο γνώρισε τεράστια επιτυχία στο Royal Lyseum Theater του Εδιμβούργου κατά το Φεστιβάλ της πόλης το 1954, με απροσδόκητη αποδοχή. Σύντομα, η “Προξενήτρα” έκανε καριέρα στο Λονδίνο και το 1955 ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ, παίζοντας για σχεδόν 500 παραστάσεις.
Όπως και στην πρώτη εκδοχή του έργου, έτσι και στη δεύτερη, ο Θόρντον Ουάϊλντερ σχολιάζει με απολαυστική λεπτότητα την αμερικανική κοινωνία που έχει επαναπαυτεί στις δάφνες της και επιδιώκει μόνο την ενίσχυση της οικονομικής της ευρωστίας.
Το 1964, η τρίτη φάση της επιτυχίας ήρθε για το έργο ως μιούζικαλ με τον τίτλο “Hello, Dolly!”, το οποίο και αυτό έκανε αίσθηση και κέρδισε 10 βραβεία Τόνι. Η κινηματογραφική του καριέρα πρωτοξεκίνησε το 1958 και συνέχισε με ένα μιούζικαλ, με την πιο γνωστή εκδοχή να προβάλλεται με την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και τον Γουόλτερ Ματάου στους κεντρικούς ρόλους.
Η παράσταση
Ο επιδέξιος τεχνίτης του θεάτρου αποδεικνύει τις ικανότητές του διπλά, όταν αντιμετωπίζει φαρσικές και σατιρικές καταστάσεις. Και δεδομένου ότι ο Θωμάς Μοσχόπουλος φαίνεται να εκτιμά ολοένα και περισσότερο αυτόν τον κόσμο, επιστρέφει με πεποιθήσεις, χρησιμοποιώντας το διάσημο έργο του Θόρντον Ουάϊλντερ ως όχημα. Οι ηθοποιοί είναι οι σύμμαχοί του, εστιάζοντας στο δίδυμο της Γαλήνης Χατζηπασχάλη και του Σίμου Κακάλα σε μια παράσταση όπου όλα λειτουργούν τόσο θεωρητικά όσο και αισθητικά. Με εξαίρεση τον στόχο τους να απογειώσουν τον ρυθμό, προκειμένου να κατακτήσουν την κορυφή.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος είναι αφοσιωμένος στο παιχνίδι της αναπαράστασης, επιδιώκοντας την αποκάλυψη της πραγματικότητας πίσω από τη σκηνή (οι ηθοποιοί αποκαλύπτουν τα “μπαίνω – βγαίνω”), την ανάδειξη των θεατρικών συνθηκών και την αλληλεπίδραση με το κοινό. Μέσω επιλογών όπως η ερμηνευτική αποστασιοποίηση, εκφράζει μια άμεση συνομιλία με το κοινό, ενσωματώνοντας διαλεκτικά στοιχεία από το έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ.