Ανοιχτή πληγή η παραοικονομία στη χώρα μας και αφού το κράτος συντηρείτε από τα έσοδα των φόρων εντείνονται οι έλεγχοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, για τον περιορισμό του μαύρου χρήματος και της φοροδιαφυγής .
Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με τις μηνυτήριες αναφορές εναντίον όσων φέρονται να εμπλέκονται στις εν λόγω υποθέσεις είναι πάρα πολλές.
Στο διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου 2024 ο φοροελεγκτικός μηχανισμός απέστειλε στην ανωτέρω Αρχή 312 υποθέσεις, εκ των οποίων οι 135 αφορούν βεβαιωμένη φοροδιαφυγή, που θα ελεγχθούν και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ενώ οι υπόλοιπες 177 αφορούν χρέη προς το Δημόσιο τα οποία χρήζουν εμπεριστατωμένου ελέγχου.
Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι το συνολικό ύψος της φοροδιαφυγής που καταλογίστηκε στις συγκεκριμένες υποθέσεις φοροδιαφυγής που εντόπισαν οι φορολογικές αρχές ανήλθε σε 500,70 εκατ. ευρώ.
Η Αρχή για το Ξέπλυμα αποστέλλει στην εφορία όλες τις υποθέσεις που διερευνώνται για μαύρο χρήμα.
Στο πρώτο τετράμηνο η Αρχή απέστειλε στην ΑΑΔΕ 54 βαριές υποθέσεις μαύρου χρήματος για να ερευνηθούν για φοροδιαφυγή και οι φορολογικές αρχές εξέδωσαν τις σχετικές εντολές ελέγχου, με τα βεβαιωθέντα ποσά να προσεγγίζουν τα 3,210 εκατ. ευρώ.
Πλέον στα βασικά αδικήματα που ενεργοποιούν τη διαδικασία δίωξης για ξέπλυμα εντάσσονται η αποφυγή πληρωμής φόρων εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ πλοίων, ενώ εξαιρούνται οι εμπλεκόμενοι σε πλαστά και εικονικά τιμολόγια, όπως και η διασυνοριακή απάτη στον ΦΠΑ.
Ταυτόχρονα, άλλαξε και η διαδικασία της δέσμευσης και απαγόρευσης εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, ενώ δεν ισχύουν για τους κατηγορούμενους οι διατάξεις περί τραπεζικού, φορολογικού, τηλεπικοινωνιακού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου.
Σε κάθε περίπτωση, για τους πλειστηριασμούς κατοικιών, αλλά και την εκδίκαση φορολογικών διαφορών, αρμόδια είναι τα δικαστήρια που είναι κοντά στην έδρα του οφειλέτη ή του φορολογούμενου.