Μετά την πρόσφατη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στον ΑΝΤ1 όπου στις ερωτήσεις σχετικά με τις παρακολουθήσεις και το σκάνδαλο γύρω από αυτές ότι το Μαξίμου ήταν το Αρχηγείο καθώς η ΕΥΠ ήταν αποκλειστικά ελεγχόμενης αρμοδιότητας του Πρωθυπουργικού γραφείου πετώντας την μπάλα στην εξέδρα των γεωτρήσεων ο Κυριάκος Μητσοτάκης άλλαξε ατζέντα και πήγε εκεί που πονάει σήμερα η ανθρωπότητα παγκοσμίως. Ενέργεια φυσικό αέριο πετρέλαιο εξορύξεις κτλ.
Αναφέρθηκε στα νέα σχέδια και την άφιξη σεισμογραφικού για έρευνες στην Κρήτη και συμβάσεις με ExxonMobil-Helleniq Energy Η δημόσια συζήτηση και ιδίως ο χώρος των μέσων κοινωνικών δικτύωσης με την ανακοίνωση της άφιξης του σεισμογραφικού Sanco Swift για τις σεισμικές έρευνες στις δύο θαλάσσιες παραχωρήσεις «Δυτικά» και «Νοτιοδυτικά» της Κρήτης που έχουν παραχωρηθεί με συμβάσεις του ελληνικού Δημοσίου στο σχήμα των πετρελαϊκών εταιρειών ExxonMobil – Helleniq Energy, κατακλύστηκαν από πληροφορίες αναφορικά με το μέγεθος των κοιτασμάτων αλλά και για ποιο λόγο τόσα χρόνια δεν ερευνήθηκαν οι περιοχές.
Πόσο κοντά στην αλήθεια είναι όμως όλη αυτή η παραφιλολογία αναφορικά με το μέγεθος των αποθεμάτων και φυσικά την εκμετάλλευση από ελληνικής πλευράς παράλληλα με τα οφέλη αλλά και το περιβάλλον που υποτίθεται ότι είναι το πρώτο μέλημα μας όπως συζητήθηκε και στο Cop27.
Αναφορικά με το μέγεθος των αποθεμάτων φυσικού αερίου στο υπέδαφος της χώρας, σύμφωνα με όσα λένε γεωλόγοι και στελέχη εταιρειών σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν αξιόπιστη βάση για την ακριβή αποτύπωση του όγκου των αποθεμάτων σε υδρογονάνθρακες. Τη μόνη πραγματικότητα την αποτυπώνει η γεώτρηση.
Το γιατί δεν κάναμε τόσα χρόνια τις έρευνες και δεν εξορύξαμε τις ποσότητες πετρελαίου ή και φυσικού αερίου στη χώρα μας, διότι ίσως κάποιοι από τις ξένες δυνάμεις δεν ήθελαν είναι και αυτά διηγήματα επιστημονικής φαντασίας. Αν ήξεραν ότι υπήρχαν και μάλιστα σε τέτοιες ποσότητες να είστε σίγουροι ότι θα είχαμε γίνει Περσικός κόλπος εύκολα.
Επίσης από το 2012 και 2013 που προκηρύχθηκαν οι πρώτοι διαγωνισμοί μεσολάβησαν χρόνια κατά τα οποία άργησαν να κυρωθούν από τη Βουλή οι συμβάσεις παραχώρησης με τους επενδυτές. Απουσίαζε η σαφής πολιτική βούληση που αποθάρρυνε τους παραχωρησιούχους ενώ σειρά διοικητικών εμποδίων (περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις) και αντιδράσεις ομάδων πολιτών έβαλαν επενδυτές σε δεύτερες σκέψεις ζητώντας συνεχώς αναβολές στα ερευνητικά τους προγράμματα. Επίσης η στροφή της ΕΕ στην πράσινη ενέργεια σε συνδυασμό με την πανδημία που έριξε τις τιμές του πετρελαίου οδήγησε πετρελαϊκές στο να επιστρέψουν στο ελληνικό Δημόσιο παραχωρήσεις ή και να αποχωρήσουν από την Ελλάδα.
Άλλωστε οι πιθανότητες επιτυχίας είναι χαμηλές. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία κυμαίνονται από 15% έως 25%. Ποιος θα έμπαινε σε μια τέτοια διαδικασία αν αναλογιστεί κανείς τα κόστη μόνο για την έρευνα.
Σύμφωνα με στοιχεία εταιρειών που εκμισθώνουν γεωτρύπανα, το ενοίκιο ανά ημέρα ενός γεωτρύπανου έχει εκτιναχθεί στα 300.000 με 400.000 δολάρια. Σε γενικές γραμμές, τα προγράμματα που αφορούν σε θαλάσσια βάθη 1.500 μ. μπορούν να υλοποιηθούν με κόστος κάτω των 27 δολαρίων (ανά βαρέλι ισοδύναμου πετρελαίου). Σε βάθος 4.000 μ., το κόστος θα μπορούσε να αυξηθεί κατά περίπου 25% ή κατά επιπλέον 4-5 δολάρια ανά βαρέλι ισοδύναμου πετρελαίου. Βέβαια, μία γεώτρηση δεν επαρκεί για να δώσει σαφείς ενδείξεις σχετικά με τον όγκο των αποθεμάτων. Σε κάθε δυνητικό στόχο θα πρέπει να γίνουν γεωτρήσεις σε τρία έως τέσσερα σημεία και αυτό έχει ένα συνολικό κόστος το οποίο μπορεί να ξεπερνά τα 700 εκατ. δολάρια.