Κλείνοντας το μυθιστόρημά του “The Portage to San Cristobal of A.H.” (1981), ο Τζόρτζ Στάινερ καλεί τους αναγνώστες να φανταστούν το αδιανόητο. Βρισκόμαστε στο έτος 1980 και οι πράκτορες της Μοσάντ έχουν μόλις συλλάβει έναν απρόσμενο αιχμάλωτο στη ζούγκλα της Λατινικής Αμερικής: τον Αδόλφο Χίτλερ.
Είναι δύσκολο να παραβλέψει κανείς τις αναφορές στο σήμερα που απηχούν τα λόγια του Στάινερ. Τέσσερις δεκαετίες μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του, η ακροδεξιά βρίσκεται και πάλι σε άνοδο. Αν και η τάση αυτή είναι παγκόσμια, εκτεινόμενη από το Νέο Δελχί ως την Ουάσιγκτον, υπάρχει μια ήπειρος όπου παρατηρείται μια εντυπωσιακά ολική μετατόπιση προς την άκρα δεξιά: η Ευρώπη.
Οι μπροστάρηδες, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, βρίσκονται υπό την εξουσία της ακροδεξιάς εδώ και μερικά χρόνια. Σήμερα, ακροδεξιές δυνάμεις κυβερνούν επίσης χώρες όπως η Ιταλία και η Φινλανδία, ενώ διεκδικούν με αξιώσεις την εξουσία σε Βέλγιο, Γαλλία και Σουηδία. Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι -μέλος του κόμματος “Αδέλφια της Ιταλίας”, που έχει τις ρίζες του στους φασίστες του Μουσολίνι- έχει αναδειχθεί στο εξέχων πρόσωπο της εθνικιστικής διεθνούς, με τους Βίκτορ Όρμπαν, Ματέους Μοραβιέτσκι και Μαρίν Λεπέν να την πλαισιώνουν.
Η “παλίρροια” της ακροδεξιάς στην Ευρώπη “φουσκώνει” εδώ και πολύ καιρό. Οι πρώτες εξάρσεις καταγράφηκαν τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ενώ ακολούθησε μια περίοδος σταθερής ανόδου τη δεκαετία του 2020, κυρίως στην Αυστρία, όπου η ακροδεξιά εισήλθε στην κυβέρνηση. Όμως, στον απόηχο της πανδημίας του κορονοϊού και του πολέμου στην Ουκρανία, καταγράφεται μια νέα σημαντική αλλαγή. Από απλοί πολιτικοί αντίπαλοι ή διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης εμφανίζονται πλέον ως εύλογες και υγιείς δυνάμεις διακυβέρνησης. Έχοντας εδώ και καιρό αναδειχθεί σε καθαρά αντιπολιτευτικές δυνάμεις, εισχωρούν στα κέντρα εξουσίας.
Πού οφείλεται η νέα και ανησυχητική αυτή εξέλιξη; Μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και το δημοψήφισμα του 2016 για το Brexit, που ακολούθησαν η εκλογική άνοδος της κ. Λεπέν και του κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία”, πολλοί προσπάθησαν να εξηγήσουν την άνοδο της ακροδεξιάς υπό το πρίσμα του λαϊκισμού. Ωστόσο, η εξήγηση αυτή υπέκρυπτε πάντοτε περισσότερα από όσα αποκάλυπτε. Αφενός, υπονοούσε ότι οι ηγέτες της ακροδεξιάς είναι αυθεντικοί εκπρόσωποι ενός ξεχασμένου λαού – ακόμη και όταν οι εν λόγω πολιτικοί ανήκαν στην ελίτ. Αφετέρου, φαινόταν να αποδίδει την άνοδο των δεξιών δυνάμεων στον παραλογισμό των ψηφοφόρων, παραβλέποντας όσους κατείχαν τα ηνία της εξουσίας στην ήπειρο τα τελευταία 30 χρόνια.
Από την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ το 1991, που “επέβαλε” χαμηλά επίπεδα δημοσίων δαπανών και αποπληθωρισμό, οι πολιτικοί στην Ευρώπη υπηρετούν ολοένα και περισσότερο τα συμφέροντα των επιχειρήσεων σε βάρος των συμφερόντων των πολιτών. Μέσω αυτής της διαδικασίας, την οποία ο πολιτικός επιστήμονας Πίτερ Μάιρ χαρακτηρίζει με τον όρο “απόσυρση της ελίτ”, οι πολιτικοί διστάζουν να προβούν σε μεγάλες υποσχέσεις προς τους ψηφοφόρους, μην τυχόν και απειληθούν οι φιλικές προς την αγορά πολιτικές τους.
Ως εκ τούτου, έπρεπε να βρουν έναν άλλο τρόπο για να διατηρήσουν τον έλεγχο. Σε αυτό βοήθησε η ακροδεξιά. Επικαλούμενοι την απειλή του επικείμενου ακροδεξιού εξτρεμισμού, οι παραδοσιακοί πολιτικοί μπορούσαν να αυτοπροβάλλονται ως “το ελάσσων κακό”. Όσο δε η εξουσία τους διατηρούνταν αλώβητη, δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στο γιατί η πολιτική ευθυκρισία της κοινωνίας -ιδίως όσον αφορά τη μετανάστευση και την ευημερία- διολίσθαινε ολοένα και περισσότερο προς τα δεξιά.
Η προσέγγισή τους είχε αποτέλεσμα. Επί τρεις δεκαετίες περίπου, τα παραδοσιακά κόμματα σε όλη την ήπειρο κυριαρχούσαν, χωρίς να τυγχάνουν σοβαρής αντιπολίτευσης. Αλλά, εν τέλει, το παράκαναν. Χωρίς τις αντίρροπες δυνάμεις που κάποτε διατηρούσαν τις ισορροπίες στις ασταθείς κοινωνίες της Ευρώπης -όπως τα ισχυρά κόμματα της αριστεράς και τα συνδικάτα που ηττήθηκαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980- οι ηγέτες της Ευρώπης έχασαν το μέτρο. Επί διακυβέρνησής τους, οι ανισότητες διευρύνθηκαν, η εύρυθμη λειτουργία των οικονομιών διαταράχθηκε και ξεκίνησε ο μαρασμός των δημοσίων υπηρεσιών. Εν μέσω αυτού του χειμαζόμενου πολιτικού σκηνικού, η ακροδεξιά κατάφερε σταδιακά να πλασαριστεί ως η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική έναντι του συστήματος. Και αφού εξασφάλισε τη στήριξη των παραγκωνισμένων, ήρθε πλέον η ώρα της.
Υπάρχει όμως και μια ακόμα κρίσιμη διαφορά. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι υποσχέθηκαν στις εθνικές ελίτ προνόμια αντίστοιχα των αποικιακών αυτοκρατοριών, όπως αυτά των Γάλλων και των Βρετανών. Η σημερινή ακροδεξιά έχει μια εντελώς διαφορετική κοσμοθεωρία. Αντί των προς τα έξω βλέψεων, κύρια επιδίωξή τους είναι να περιχαρακώσουν την Ευρώπη από τον υπόλοιπο κόσμο. Έχουν αποδεχθεί ότι η ήπειρος δεν πρόκειται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον 21ο αιώνα και ότι το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι η προστασία από τις ορδές των ξένων. Στο μυθιστόρημα “The Camp of Saints” (1973) του Ζαν Ρασπάιγ -που έχει καταστεί εγχειρίδιο για τη σύγχρονη ακροδεξιά- στόχος των υποτιθέμενων “σωτήρων” της Ευρώπης δεν είναι η κατάκτηση της Αφρικής, αλλά απλώς το να κρατήσουν τους κατοίκους της νότια της Μεσογείου.
Οι μηδαμινές φιλοδοξίες καθορίζουν τη προσέγγιση της ακροδεξιάς διεθνώς, αρχής γενομένης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επί δεκαετίες, τα κόμματα της ακροδεξιάς επικέντρωναν την οργή τους στους αντιδημοκρατικούς περιορισμούς του μπλοκ, υποστηρίζοντας ακόμη και την έξοδο από την Ένωση. Αυτή η περιφρόνηση έχει πλέον εξαλειφθεί. Οι ακροδεξιοί πολιτικοί εξακολουθούν να κατακεραυνώνουν τους νόμους για τη μετανάστευση, αλλά μιλούν λιγότερο πλέον για την εξάρτηση των χωρών τους από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Η Ένωση, από την πλευρά της, εξαρτάται από γεωπολιτική άποψη ολοένα και περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η βιομηχανία της χάνει τη μάχη με την Κίνα. Σε αντίθεση με τον Χίτλερ που προσπάθησε να σπάσει την αγγλο-αμερικανική ισχύουσα τάξη και να διεκδικήσει ρόλο στην παγκόσμια κυριαρχία, οι νέοι εκπρόσωποι της απολυταρχίας είναι ικανοποιημένοι με την κατάληψη ενός μέρους της υπάρχουσας δομής εξουσίας. Στόχος τους είναι η προσαρμογή στην παρακμή, όχι η αντιστροφή της.
Η προέλαση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη δεν ακολουθεί κάποιον νόμο της φύσης. Στην Ισπανία, το ακροδεξιό κόμμα “Φωνή” έχασε μέρος των ψηφοφόρων του στις τελευταίες εκλογές, εν μέρει λόγω του εντυπωσιακά χαμηλού πληθωρισμού που έχει επιτύχει η αριστερή κυβέρνηση συνασπισμού στη χώρα. Ωστόσο, το κόμμα κατάφερε να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της πολιτικής σκηνής στην Ισπανία προς τα δεξιά. Παρότι πολλοί Ισπανοί αγρότες δεν ήταν σε θέση φέτος να σπείρουν τις καλλιέργειές τους, λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας του καλοκαιριού, τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής δεν αποτέλεσαν βασικό θέμα συζήτησης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Σε άλλες χώρες, κυρίως στην Ολλανδία, η δημοφιλία της ακροδεξιάς έχει υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειες μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Σε έναν κόσμο που καταστρέφει “φυτά και ζώα”, όπως προέβλεψε ο Χίτλερ του Στάινερ, οι “εκ της κολάσεως” φαίνεται πως έχουν επιστρέψει. Ωστόσο, δεν έχουν τη μορφή που περιμέναμε, αντίθετα εγείρουν παντελώς νέους κινδύνους.