Η Handelsblatt σε σημερινό της δημοσίευμα τονίζει ότι ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας αισθάνεται την άνοδο των επιτοκίων, καθώς ο δανεισμός γίνεται όλο και πιο ακριβός. Σημειώνεται πως ο κρατικός οργανισμός χρέους (σ.σ. ΟΔΔΗΧ) άντλησε 200 εκατομμύρια ευρώ στην αγορά αυτή την εβδομάδα με ένα δεκαετές ομόλογο, η απόδοση ήταν 4,4%.
Συγκριτικά, τον Ιούλιο του 2021, το ελληνικό δεκαετές χαρτί είχε απόδοση 0,6%. Καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης δεν πρέπει σήμερα να πληρώνει στους επενδυτές τόσο υψηλά επιτόκια όσο η Ελλάδα.
Η πρώην “χώρα της κρίσης” (σ.σ. Ελλάδα) βγήκε από το καθεστώς των δανείων διάσωσης τον Αύγουστο του 2018 και έκτοτε χρηματοδοτείται και πάλι από την κεφαλαιαγορά. Ωστόσο, οι ελληνικοί τίτλοι χρέους εξακολουθούν να κατατάσσονται ως “μη αξιόλογοι για επένδυση” και “κερδοσκοπικές επενδύσεις” από τους μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης. Η Standard & Poor’s (S&P) αξιολογεί τη χώρα με ΒΒ+. Οι οίκοι Fitch και DBRS δίνουν στη χώρα αξιολόγηση ΒΒ και ο Moody’s δίνει στην Ελλάδα αξιολόγηση Ba3.
Οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές, οι οποίες πρέπει να διεξαχθούν το αργότερο τον Ιούνιο του 2023, αποτελούν επίσης παράγοντα κινδύνου. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός Μητσοτάκης, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του από το 2019, έχει θεωρηθεί μέχρι στιγμής ως εγγυητής της υγιούς οικονομικής πολιτικής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αλλά θα μπορούσε να χάσει την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία στις επόμενες εκλογές.
Δεν είναι μόνο ο πληθωρισμός και η ενεργειακή κρίση που ρίχνουν τη διάθεση του πληθυσμού. Ο Μητσοτάκης πρέπει επίσης να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των κατηγοριών ότι η ελληνική μυστική υπηρεσία -ΕΥΠ-, η οποία υπάγεται απευθείας σε αυτόν, παρακολουθούσε επί μήνες το τηλέφωνο του ηγέτη του σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη. Πιθανή συνέπεια θα ήταν μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις συνασπισμού ή νέες εκλογές.