Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκανε δεκτή την προσφυγή της κρατικής τουρκικής τράπεζας Halkbank. Η τουρκική τράπεζα κάνει προσπάθειες για την αποφυγή της ποινικής δίωξης, για την κατηγορία ότι βοήθησε το Ιράν να αποφύγει τις κυρώσεις που του είχε επιβάλει η Ουάσιγκτον.
Οι δικαστές απέρριψαν την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου, το οποίο είχε εγκρίνει τη δίωξη και ζήτησαν στη συνέχεια από το 2ο Εφετείο του Μανχάταν να επανεξετάσει το αίτημα απόρριψης της υπόθεσης.
Το 2019 στη Νέα Υόρκη ασκήθηκε δίωξη σε βάρος της Halkbank για τραπεζική απάτη, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα και συνωμοσία. Όλα αυτά γιατί φέρεται να χρησιμοποιούσε τις οικονομικές υπηρεσίες της και εταιρείες – βιτρίνες στο Ιράν, την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για να παρακάμπτει τις κυρώσεις.
Όπως είναι φυσικό η υπόθεση της Halkbank περιέπλεξε τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία. Η Halkbank ισχυριζόταν ότι δεν μπορούσε να διωχθεί, γιατί θα έπρεπε να απολαμβάνει την ίδια νομική προστασία με την Τουρκία, δεδομένου ότι ανήκει στο τουρκικό κράτος. Το προνόμιο της κρατικής ετεροδικίας γενικά προστατεύει τις χώρες από την παραπομπή τους σε δικαστήρια άλλων κρατών.
Η άποψη αυτή όμως απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση τον νόμο 1976 περί κρατικής ετεροδικίας (FSIA). Η πλειοψηφία όμως (7 έναντι 2) έκρινε ότι το 2ο Εφετείο δεν εξέτασε εάν η τράπεζα έχει ασυλία με βάση τις αρχές του «Κοινού Δικαίου». Τον Ιανουάριο ο νομικός εκπρόσωπος του υπουργείου Δικαιοσύνης είπε στο Ανώτατο Δικαστήριο ότι μια απόφαση υπέρ της Halkbank θα επέτρεπε σε οποιαδήποτε ξένη κρατική εταιρεία να μετατραπεί σε μηχανισμό αποφυγής των ομοσπονδιακών αδικημάτων. Θα έχει τη δυνατότητα «να παρεμβαίνει στις εκλογές μας, να κλέβει πυρηνικά μυστικά ή, όπως εδώ, να παρακάμπτει τις κυρώσεις μας και να διοχετεύει δισεκατομμύρια δολάρια σε μια χώρα, στην οποία έχει επιβληθεί εμπάργκο».
Οι εισαγγελικές Αρχές των ΗΠΑ κατηγορούν τη Halkbank, ότι μετέτρεπε τα έσοδα από την πώληση πετρελαίου σε χρυσό και στη συνέχεια σε μετρητά για να εξυπηρετεί συμφέροντα του Ιράν, ενώ συνέτασσε πλαστά έγγραφα περί αποστολής τροφίμων για να δικαιολογεί τη μεταφορά των πετρελαϊκών εσόδων. Ταυτόχρονα ότι βοήθησε το Ιράν να μεταφέρει κρυφά 20 δισ. δολάρια, εκ των οποίων τουλάχιστον το 1 δισ. νομιμοποιήθηκε μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ.