Η Πορεία των Φτωχών (Poor People’s Campaign) ήταν μία προσπάθεια που έγινε το 1968 για να αποδοθεί οικονομική δικαιοσύνη στους φτωχούς κατοίκους των Ηνωμένων Πολιτειών. Οργανώθηκε από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τη Διάσκεψη της Νότιας Χριστιανικής Ηγεσίας (SCLC) και πραγματοποιήθηκε υπό την ηγεσία του Ραλφ Αμπερνάθι στον απόηχο της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Η εκστρατεία απαιτούσε οικονομικά και ανθρώπινα δικαιώματα για τους φτωχούς Αμερικανούς από διαφορετικά υπόβαθρα. Μετά την παρουσίαση ενός οργανωμένου συνόλου αιτημάτων στο Κογκρέσο και τους εκτελεστικούς οργανισμούς, οι συμμετέχοντες έστησαν ένα στρατόπεδο διαμαρτυρίας 3.000 ατόμων στην Ουάσιγκτον, όπου έμειναν για έξι εβδομάδες την άνοιξη του 1968.
Η Πορεία των Φτωχών είχε ως κίνητρο την επιθυμία για οικονομική δικαιοσύνη: η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν ό,τι χρειάζονται για να ζήσουν. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και η SCLC μετατόπισαν το κέντρο βάρους τους σε αυτά τα θέματα αφού παρατήρησαν ότι τα οφέλη από τα πολιτικά δικαιώματα δεν βελτίωσαν τις υλικές συνθήκες ζωής για πολλούς Αφροαμερικανούς. Η Πορεία των Φτωχών ήταν μία πολυφυλετική προσπάθεια – που συμπεριλάμβανε Αφροαμερικανούς, λευκούς, Μεξικανοαμερικανούς, Πορτορικανούς και ιθαγενείς Αμερικανούς – με στόχο την καταπολέμηση της φτώχειας ανεξάρτητα από τη φυλή.
Σύμφωνα με πολιτικούς ιστορικούς, οι “φτωχοί” δεν είχαν αντιληφθεί τους εαυτούς τους ως μία ενιαία ομάδα μέχρι που ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον τους αναγνώρισε με νόμο ως τέτοιους το 1964. Σύμφωνα με στοιχεία από την απογραφή του 1960, το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, εκτιμάται ότι περίπου 40 έως 60 εκατομμύρια Αμερικανοί -ή το 22 έως 33 τοις εκατό- ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Παράλληλα, η φύση της ίδιας της φτώχειας άλλαζε καθώς αυξανόταν ο πληθυσμός της Αμερικής που ζούσε σε πόλεις και όχι σε αγροκτήματα (και δεν μπορούσε να καλλιεργήσει τα δικά του τρόφιμα). Οι φτωχοί Αφροαμερικανοί, ιδίως οι γυναίκες, υπέφεραν από τον ρατσισμό και τον σεξισμό που επέτεινε τις συνέπειες της φτώχειας.
Το 1968, ο πόλεμος κατά της φτώχειας φαινόταν σαν μία αποτυχία, παραμελημένος από την κυβέρνηση Τζόνσον (και το Κογκρέσο) που ήθελε να επικεντρωθεί στον Πόλεμο του Βιετνάμ και έβλεπε ολοένα και περισσότερο τα προγράμματα κατά της φτώχειας ως βοήθεια κυρίως στους Αφροαμερικανούς. Η Πορεία των Φτωχών αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση της φτώχειας μέσω του εισοδήματος και της στέγασης. Η εκστρατεία θα βοηθούσε τους φτωχούς δραματοποιώντας τις ανάγκες τους, ενώνοντας όλες τις φυλές κάτω από τα κοινά χαρακτηριστικά των κακουχιών και παρουσιάζοντας ένα σχέδιο για την επίλυση του προβλήματος. Σύμφωνα με το “οικονομικό νομοσχέδιο δικαιωμάτων”, η Πορεία των Φτωχών ζήτησε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δώσει προτεραιότητα στη βοήθεια των φτωχών με ένα πακέτο 30 δισ. $ κατά της φτώχειας, που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων αιτημάτων, δέσμευση για πλήρη απασχόληση, μέτρα για το εγγυημένο ετήσιο εισόδημα και στέγαση για τους χαμηλού εισοδήματος πολίτες. Η Πορεία των Φτωχών ήταν μέρος της δεύτερης φάσης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είπε: “Πιστεύουμε ότι ο υψηλότερος πατριωτισμός απαιτεί το τέλος του πολέμου και την έναρξη ενός αναίμακτου πολέμου μέχρι την τελική νίκη κατά του ρατσισμού και της φτώχειας”.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήθελε να φέρει τους φτωχούς ανθρώπους στην Ουάσινγκτον, αναγκάζοντας τους πολιτικούς να τους δούνε και να σκεφτούν τις ανάγκες τους: “Οφείλουμε να έρθουμε με μουλαράμαξες, με παλιά φορτηγά, με οποιοδήποτε μέσο μεταφοράς μπορεί να πάρουν στα χέρια τους οι άνθρωποι. Ο κόσμος πρέπει να έρθει στην Ουάσιγκτον, να κάτσει στη μέση του δρόμου εάν είναι απαραίτητο και να πει “Είμαστε εδώ, είμαστε φτωχοί, δεν έχουμε καθόλου χρήματα, εσείς μας κάνατε έτσι… και ήρθαμε εδώ για να μείνουμε μέχρι να κάνετε κάτι γι’ αυτό”.
H “Πόλη της Αναστάσεως”
Η “Πόλη της Αναστάσεως” ήταν η πρώτη παραγκούπολη που υψώθηκε όχι για να στεγάσει τους άστεγους, αλλά για να αποκαλύψει στο αμερικανικό έθνος το δράμα του μαύρου πληθυσμού. Πρώτοι κάτοικοί της ήταν οι περίπου τρεις χιλιάδες διαδηλωτές που, ακολουθώντας τον διάδοχο του δολοφονημένου Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Ραλφ Αμπερνάθι, πραγματοποίησαν από τις 7 Μαΐου την Πορεία των Φτωχών από το Μέμφις (Τενεσί) στην Ουάσινγκτον. Θέαμα παράξενο στην καρδιά της Ουάσινγκτον, η “Πόλη της Αναστάσεως” απλώθηκε κοντά στον οβελίσκο που σηματοδοτεί την πρωτεύουσα των ΗΠΑ, μια ορατή υπόμνηση ότι πολλά έπρεπε ακόμα να γίνουν. Όμως η βροχή έπνιξε τις παράγκες στο νερό και τη λάσπη με αποτέλεσμα, ένα μήνα αργότερα να μην έχουν μείνει στην “πόλη” παρά περίπου εξακόσια άτομα.
Η πορεία, προγραμματισμένη από τον ίδιο τον Κινγκ πριν από τη δολοφονία του, ολοκληρώθηκε στις 13 Μαΐου και ο Αμπερνάθι θεμελίωσε αμέσως την πόλη του και στη συνέχεια παρουσίασε στους κατοίκους της, μαύρους, Πορτορικανούς, Ινδιάνους αλλά και εξαθλιωμένους λευκούς από τα Απαλάχια Όρη, τον “δήμαρχο”, έναν πάστορα από το Σικάγο και στενό συνεργάτη του Κινγκ: τον Τζέσι Τζάκσον. Ο ίδιος ο Αμπερνάθι δήλωσε ότι στόχος της πορεία ήταν να “απομακρύνει τους μαύρους από τη βία και να τους στρέψει προς πιο δημιουργικές μορφές διαμαρτυρίας”. Το μήνυμά του, ωστόσο, δύσκολα έγινε αποδεκτό, όταν η αστυνομία επιτέθηκε με αγριότητα εναντίον των μαύρων που διαδήλωναν ειρηνικά έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ στις 29 Μαΐου.
Τα αιτήματα των διαδηλωτών παρουσίασε στο Κογκρέσο και την κυβέρνηση ο ίδιος ο Αμπερνάθι λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της πορείας: φτηνά σπίτια, ώστε οι φτωχοί να ξεφύγουν από την αθλιότητα των εργατικών κατοικιών, συλλογικές διαπραγματεύσεις για τους ακτήμονες αγρότες και δημιουργία δύο εκατομμυρίων θέσεων εργασίας μέσα σε τέσσερα χρόνια στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Εάν τα αιτήματα φάνταζαν υπερβολικά, τα ίδια τα στοιχεία της κυβέρνησης αποκάλυπταν τη ζοφερή εικόνα. Σε τριάντα εκατομμύρια υπολογίστηκαν οι Αμερικανοί που είχαν τόσο χαμηλό εισόδημα ώστε δεν ήταν σε θέση να τραφούν σωστά, ενώ το ένα πέμπτο των αμερικανικών οικογενειών είχε εισόδημα χαμηλότερο του μισού του εθνικού μέσου όρου. Στις 19 Ιουνίου, πενήντα χιλιάδες διαδηλωτές συμμετείχαν στην “Ημέρα αλληλεγγύης”. Οι μισοί από αυτούς ήταν λευκοί, αλλά τέσσερις ημέρες αργότερα τα πάντα τελείωσαν. Η επίσημη άδεια που παρασχέθηκε στην “Πόλη της Αναστάσεως” εξέπνευσε και όταν ο Αμπερνάθι δήλωσε ότι δεν προτίθεται να αποχωρήσει, η αντίδραση των αρχών ήταν αστραπιαία. Ο ίδιος ο μαύρος ηγέτης συνελήφθη και φυλακίστηκε, ενώ η αστυνομία κατεδάφισε την “πόλη” και διέλυσε τους τελευταίους από τους κατοίκους της. Στις 16 Ιουλίου, ο Ραλφ Αμπερνάθι αποφυλακίστηκε και αμέσως ανακοίνωσε τη λήξη της “Πορείας των Φτωχών”.