Η παραγωγή ιχθυέλαιου και ιχθυάλευρου που προορίζονται για τις ευρωπαϊκές και ασιατικές βιομηχανίες στερούν από τον πληθυσμό της δυτικής Αφρικής μεγάλο μέρος των ψαριών που θα μπορούσε να καταναλώσει και συμβάλλουν στη λεηλασία των αλιευτικών πόρων, κατήγγειλε η Greenpeace σε σημερινή της έκθεση.
Περίπου 500.000 τόνοι ψαριών που θα μπορούσαν να καταναλωθούν από 33 εκατομμύρια ανθρώπους μετατρέπονται κάθε χρόνο σε ιχθυέλαιο και ιχθυάλευρο και χρησιμοποιούνται στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τα συμπληρώματα διατροφής και τα καλλυντικά, εκτιμά η μη κυβερνητική οργάνωση.
Η παραγωγή ιχθυέλαιου και ιχθυάλευρου σε αυτή την περιοχή της Αφρικής αυξήθηκε από τους 13.000 τόνους το 2010 στους 170.000 τόνους το 2019, σύμφωνα με τη Greenpeace. Η πρακτική αυτή υπονομεύει όχι μόνο τη διατροφική ασφάλεια των παράκτιων κοινοτήτων της Μαυριτανίας, της Σενεγάλης και της Γκάμπιας, αλλά επίσης στερεί από το Μαλί και τη Μπουρκίνα Φάσο μια από τις σημαντικότερες πηγές πρωτεΐνης, υπογραμμίζει η έκθεση.
Η ΕΕ είναι η βασική αγορά των προϊόντων αυτών. “Το 2019 περισσότερο από το 70% του ιχθυέλαιου που παρήχθη στη Μαυριταυνία προοριζόταν για την ΕΕ”, ενώ μεγάλο μέρος της παραγωγής στη Σενεγάλη προορίζεται για την Ισπανία.
Η βιομηχανική αυτή παραγωγή έχει “σοβαρές και αρνητικές περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις, αλλά και επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία”, τονίζει η ΜΚΟ. Στη Μαυριτανία έχουν αναφερθεί “πολλές χρόνιες ασθένειες και καταγράφηκαν προβλήματα που συνδέονται με το άσθμα, ενώ παράλληλα παρατηρούνται βλάβες στο περιβάλλον στις περιοχές που βρίσκονται κοντά στα εργοστάσια”, επισημαίνεται στην έκθεση.
Η Greenpeace καλεί τις χώρες της δυτικής Αφρικής να σταματήσουν την παραγωγή ιχθυελαίου και ιχθυάλευρου και να δώσουν προτεραιότητα στην κατανάλωση των ψαριών από τους κατοίκους της περιοχής.