Τον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας καταγράφει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην έκθεση για το Β’ Τρίμηνο του 2021 τονίζοντας πως «η οικονομία επέστρεψε στο επίπεδο του 2019».
«Η ελληνική οικονομία κατέγραψε υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης 16,2% κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους (έναντι 14,3% στην Ευρωζώνη), επιστρέφοντας ουσιαστικά στο επίπεδο του 2019» αναφέρεται χαρακτηριστικά, ενώ παράλληλα οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν πως σε σχέση με το 2019 παρατηρείται μείωση της ανεργίας, αύξηση του πληθωρισμού και διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
«Η ανεργία τον μήνα Ιούλιο, σε εποχικά διορθωμένους όρους, ήταν στο 14,2%, δηλαδή τρεις μονάδες κάτω από τον Ιούλιο του 2019. Αυτό αποτελεί μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, κυρίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες αναστολές εργασίας είχαν ήδη αποσυρθεί στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο» επισημαίνεται ενώ σε άλλο σημείο τονίζεται πως «Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, από την άλλη, παραμένει υψηλό κατά το δεύτερο τρίμηνο (7,5 δις) και έχει διευρυνθεί από το ήδη αυξημένο επίπεδο που είχε καταγράψει το 2020 (7,1 δις) σε σχέση με το 2019 (4,1 δις). Τέλος, ο πληθωρισμός έχει περάσει σε θετικό έδαφος από τον Ιούνιο φτάνοντας το 1,2% τον Αύγουστο. Η αυξητική τάση που παρουσιάζει διεθνώς δεν είναι ακόμα σαφές αν θα περιοριστεί στη βραχυχρόνια περίοδο ή θα υπάρξει διάρκεια. Στην πρώτη περίπτωση – και εφόσον δεν αναπροσαρμοστούν ανάλογα τα εισοδήματα – θα υπάρξει μια μείωση της αγοραστικής δύναμης που θα πλήξει περισσότερο τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Στη δεύτερη περίπτωση, η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα επιδεινωθεί και επιπρόσθετα θα αυξηθεί η πιθανότητα μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ – χάρη στην οποία το ελληνικό δημόσιο αντιμετωπίζει ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια δανεισμού».
Παράλληλα οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν πως η πορεία των βραχυχρόνιων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών «υποδηλώνουν ότι η ανάκαμψη θα συνεχιστεί και το γ’ τρίμηνο του 2021. Η σχετικά γρήγορη επαναφορά της ελληνικής οικονομίας δεν θα πρέπει να λειτουργήσει καθησυχαστικά καθώς στηρίζεται σε έκτακτους παράγοντες που δεν είναι βέβαιο ότι θα διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα, όπως η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω της πανδημίας (PEPP) της ΕΚΤ. Η επαναλειτουργία των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων, από την πλευρά της προσφοράς, σε συνδυασμό με τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, από την πλευρά της ζήτησης, λειτούργησαν συμπληρωματικά προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης του ρυθμού μεγέθυνσης. Ωστόσο, αφενός οι αποταμιεύσεις είναι πεπερασμένες, αφετέρου η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα αναστραφεί με την λήξη των έκτακτων μέτρων. Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος μιας αναζωπύρωσης της πανδημίας δεν έχει εκλείψει οριστικά. Με αυτά τα δεδομένα, τονίζουμε την ανάγκη παρακολούθησης των βασικών μεγεθών πριν τη λήψη αποφάσεων συνέχισης της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής με μέτρα μόνιμου χαρακτήρα.
Τα δημόσια οικονομικά δείχνουν διεύρυνση του πρωτογενούς ελλείμματος στο πρώτο 7μηνο του έτους, από τα 7,5 δις περίπου πέρυσι σε πάνω από 10,5 δις φέτος, αντανακλώντας την επιβάρυνση των έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Η εξέλιξη μέχρι το τέλος του έτους είναι αβέβαιη καθώς, από τη μια πλευρά, λήγουν σταδιακά τα έκτακτα μέτρα ενώ, από την άλλη, προστίθενται οι νέες παρεμβάσεις, ύψους περίπου 1,1 δις, που δεν περιλαμβάνονταν στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Με τα σημερινά δεδομένα δεν αναμένεται σημαντική απόκλιση από τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου (πρωτογενές έλλειμμα 12,3 δις ή 7,2% του ΑΕΠ). Σημειώνεται ακόμα ότι ενδεχόμενη απόκλιση του ελλείμματος σε ονομαστικούς όρους, πιθανότατα θα αντισταθμιστεί σαν ποσοστό του ΑΕΠ εξαιτίας της ταχύτερης του αναμενόμενου οικονομικής μεγέθυνσης».