Μετά από πέντε διαδοχικά τρίμηνα στα όρια της στασιμότητας, η οικονομία της Ευρωζώνης αρχίζει να επιστρέφει σε μια αναπτυξιακή τροχιά, με το πραγματικό ΑΕΠ στην περιοχή να αυξάνεται κατά 0,3% στο πρώτο τρίμηνο (όχι σε ετήσια βάση) αισθητά ισχυρότερα από αυτό που ανέμεναν οι αναλυτές της Goldman Sachs, σε όλες τις μεγάλες οικονομίες.
Η ανάκαμψη προήλθε κυρίως από τη δυναμική της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (0,7%), τη σταθερή ανάπτυξη της Ιταλίας (0,3%) και την πιο μέτρια δυναμική της Γαλλίας και της Γερμανίας (0,2%). Η εξωτερική ζήτηση συνέβαλε περισσότερο στην ανάκαμψη της ανάπτυξης, αλλά ισχυρή δυναμική υπήρξε και στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου – επενδύσεις – και την κατανάλωση των νοικοκυριών (εκτός από τη Γερμανία), με περαιτέρω δείγματα ενίσχυσης αυτής της τάσης.
Ο Sven Jari Stehn, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs για την Ευρωζώνη αναμένει μια διαρκή βελτίωση της ανάπτυξης για φέτος στην περιοχή στηριζόμενος σε τρεις παράγοντες.
Πρώτον, αναμένει μια σταθερή αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών καθώς τα οφέλη των ονομαστικών μισθών παραμένουν σταθερά και ο επίσημος πληθωρισμός υποχωρεί περαιτέρω, με αποτέλεσμα την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος κατά 2,5% φέτος. Μέχρι στιγμής, η αύξηση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών έχει περιορίσει τη δυναμική και ώθηση στην κατανάλωση, σε πλήρη αντίθεση με τις ΗΠΑ. Η ανάλυση του οίκου δείχνει ότι αυτή η γενικότερη επιφυλακτικότητα των νοικοκυριών βασίζεται κυρίως στον χαμηλότερο πραγματικό πλούτο, τα πιο ελκυστικά επιτόκια καταθέσεων και την οικονομική αβεβαιότητα. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις υποδηλώνουν επίσης ότι τα επόμενα τρίμηνα θα πρέπει να υπάρξει μια εξομάλυνση της αποταμιευτικής συμπεριφοράς, καθώς ο πραγματικός πλούτος αναδομείται και η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει τα επιτόκια. Ως εκ τούτου, ο Stehn βλέπει μια συνεχιζόμενη ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών που θα προσφέρει σε περισσότερα οφέλη σε ευρείας κατανάλωσης αγαθά και κλάδους για φέτος.
Δεύτερον, εκτιμά ότι οι πιέσεις στην ανάπτυξη από την περιοριστική νομισματική πολιτική συνεχίζει να περιορίζεται. Η Έρευνα Τραπεζικού Δανεισμού του Απριλίου (BLS) έδειξε χαμηλότερο ποσοστό τραπεζών που ανέφεραν αυστηροποίηση των πιστωτικών προτύπων τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά, κάτι που ευθυγραμμίζεται με την πρόσφατη βελτίωση της πιστωτικής επέκτασης. Ο αμερικανικός οίκος εκτιμά πως οι πιέσεις από τις χρηματοοικονομικές και δανειοδοτικές συνθήκες προς το σκέλος της ανάπτυξη κορυφώθηκε στα τέλη του 2023 και πλέον αρχίζουν να εξασθενούν αρκετά γρήγορα.
Τρίτον, οι οικονομολόγοι του οίκου αναμένουν βελτίωση της μεταποιητικής δραστηριότητας, έστω και σταδιακά. Η βιομηχανική παραγωγή στην Ευρωζώνη παρουσίασε σημαντικά χαμηλές επιδόσεις τα τελευταία δύο χρόνια, ιδίως στη Γερμανία, υπό το πρίσμα των υψηλών τιμών ενέργειας, την ασθενή εξωτερική ζήτηση και τα υψηλότερα επιτόκια. Οι ίδιοι εκτιμούν πως η βιομηχανική παραγωγή είναι πιθανό να επανεκκινήσει από αυτό το σημείο – καθώς οι αντιξοότητες από τις υψηλές τιμές της ενέργειας υποχωρούν, η παγκόσμια ανάπτυξη βελτιώνεται και οι χρηματοοικονομικές συνθήκες χαλαρώνουν – με ανάπτυξη 0,7% το 2024 και σε ετήσια βάση. Η ανάλυση τού οίκου δείχνει πως το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής στην Ευρωζώνη θα ενισχυθεί σταδιακά και θα παραμείνει σημαντικά χαμηλότερα από την τάση προ 2022, ακόμη και μέχρι τα τέλη του 2025, αντανακλώντας κυρίως τις επίμονα υψηλότερες τιμές ενέργειας.
Ο Stehn, εκτιμά πως η ανάπτυξη σε τριμηνιαία βάση θα φτάσει στο 0,3% στο δεύτερο τρίμηνο και στο 0,4% τόσο για το τρίτο όσο και για το τέταρτο τρίμηνο, στην Ευρωζώνη με την αναπτυξιακή δυναμική να επιταχύνεται στο 2025 στο 1,4%. Ξανά ο Νότος αναμένεται να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά», καθώς η Ισπανία αναμένεται να καταγράψει ρυθμό ανάπτυξης 2,3% η Ιταλία 1% – δεν αναφέρεται η Ελλάδα μιας και ο Stehn καλύπτει κατά κύριο λόγο τους Big 4 – και η Γαλλία μετέπειτα στο 1% με τη Γερμανία στο 0,2%. Αυτό συνεπάγεται μια σταδιακή ανάκαμψη από τη στασιμότητα των τελευταίων δύο ετών και σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, τη στιγμή μάλιστα που οι προβλέψεις της G.S είναι λιγότερο αισιόδοξες σε σύγκριση με τo consensus.
Ο δομικός πληθωρισμός υποχώρησε και πάλι λιγότερο από ό,τι αναμένονταν αυτή την εβδομάδα, επιβραδύνοντας στο 2,7% σε ετήσια βάση, έναντι 2,6% που ανέμεναν οι αναλυτές. Ο Stehn εκτιμά ότι ο εποχικά προσαρμοσμένος δομικός πληθωρισμός σε τριμηνιαία βάση ήταν στο 0,36% τον Απρίλιο, με την ισχυρή άνοδο των υπηρεσιών (0,55%) να κυριαρχεί έναντι των ασθενών πιέσεων των πρωτών υλών (0,04%). Ο μέσος όρος Μαρτίου και Απριλίου για να περιορίσει κάποιος το «θόρυβο» γύρω από το Πάσχα δείχνει μέσο ρυθμό 0,27% σε μηνιαία βάση για τον δομικό πληθωρισμό και 0,42% στις υπηρεσίες, ελαφρώς υψηλότερα από το ρυθμό Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου. Ως εκ τούτου, τα τελευταία δεδομένα δείχνουν μια μικρή πρόοδο όσον αφορά τον αποπληθωρισμό των υπηρεσιών από την αρχή του έτους και υπό αυτό το πρίσμα η Goldman Sachs αναθεωρεί την πρόβλεψή της για τον δομικό πληθωρισμό για το 2024 στο 2,4% (από 2,3% προηγουμένως).
Βέβαια, οι αναλυτές εξακολουθούν να εκτιμούν ότι η ευρύτερη διαδικασία αποπληθωρισμού παραμένει σε καλό δρόμο και διατηρούν σταθερή την εκτίμησή τους για πληθωρισμό περίπου στο 2% το 2025.
Λαμβάνοντας υπόψη τα τελευταία ισχυρότερα δεδομένα για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, η ομάδα της Goldman Sachs βλέπει μια μικρότερη ανάγκη και λιγότερα επείγοντα χαρακτηριστικά για μια άμεση έναρξη του κύκλου μειώσεων και δεν αναμένει πλέον από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια στη συνεδρίαση του Ιουλίου.
Επομένως, αναμένει πλέον τρεις μειώσεις επιτοκίων για φέτος, μία ανά τρίμηνο – Ιούνιος, Σεπτέμβριος και Δεκέμβριο – και τέσσερις μειώσεις το επόμενο έτος (Μάρτιο, Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο) φτάνοντας έτσι σε επιτόκια του 2,25%. Ο οίκος βλέπει μια πιθανότητα 30% ότι ο πιο επίμονος πληθωρισμός θα οδηγήσει το Διοικητικό Συμβούλιο να κινηθεί σε εξαμηνιαία βήματα μετά τον Ιούνιο. Ωστόσο, βλέπει επίσης μια αξιοσημείωτη πιθανότητα ταχύτερων κινήσεων, συμπεριλαμβανομένων των συνεχόμενων μειώσεων με ταχύτερο αποπληθωρισμό (15%) και βαθύτερες μειώσεις εάν η αγορά εργασίας αποδυναμωθεί απότομα (10%).