Με πάνω από τριάντα χρόνια υπηρεσίας ως ένας από τους καλύτερους ιπτάμενους του Ναυτικού, ο Πιτ «Μάβερικ» Μίτσελ συμμετέχει σε ακραίες αποστολές και αποφεύγει μια πιθανή προαγωγή, που θα τον επηρέαζε αρνητικά. Καθώς εκπαιδεύει μερικούς αποσπασμένους πτυχιούχους για μια ειδική αποστολή, ο Μάβερικ καλείται να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος και τους φόβους του.
Ο Πιτ Μίτσελ, πτέραρχος πια και παρασημοφορημένος πολλάκις, μετά από τριάντα χρόνια στο Σώμα, παραμένει ο καλύτερος, αλλά και ο πιο απείθαρχος πιλότος όλων των εποχών. Ευτυχώς η φιλία του με τον Συνταγματάρχη Ice- που πλέον δεν μπορεί να μιλήσει, εξασθενημένος από τον καρκίνο, τον σώζει από την αποπομπή.
Έτσι, ο Μάβερικ με το δερμάτινο μπουφάν του, τα Ray Ban γυαλιά του και το γνωστό του πείσμα γίνεται εκπαιδευτής μιας νέας γενιάς πιλότων. Στόχος του είναι να τους προετοιμάσει για μια επικίνδυνη αποστολή: στην ουσία οι νεαροί πρέπει να σπάσουν το φράγμα του ήχου, να βομβαρδίσουν το πυρηνικό εργοστάσιο μιας αντίπαλης χώρας, που δεν αναφέρεται και να βγουν ζωντανοί.
Η πρώτη ταινία με τις περιπέτειες του Μάβερικ σηματοδότησε μια νέα εποχή για τα blockbusters και άσκησε τέτοια επιρροή, που η Αεροπορία των ΗΠΑ την ίδια κιόλας χρονιά της προβολής δέχτηκε χιλιάδες αιτήσεις από νέους, οι οποίοι ονειρεύονταν να γίνουν πιλότοι, ή για να είμαστε ακριβείς Τομ Κρουζ. Ο Κοζίνσκι έπρεπε να σταθεί αντάξιος ενός ποπ μύθου, υπογράφοντας ένα sequel, που οι φανς περίμεναν χρόνια. Και όχι απλώς τα κατάφερε, αλλά πέτυχε το ακατόρθωτο: να φτιάξει μια feelgood περιπέτεια, που συνδυάζει δράση, ρομάντζο, ανθρώπινες σχέσεις και συγκλονιστικές πτήσεις, ξεπερνώντας κατά πολύ το αρχικό «Top Gun».
Αυτή τη φορά κάμερες υψηλής τεχνολογίας μπαίνουν σε πραγματικά αεροπλάνα που οδηγούν οι ηθοποιοί και καταγράφουν τις αντιδράσεις τους από τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες, συνθέτοντας ένα κινηματογραφικό υλικό σπάνιο στις μέρες μας, όπου όλα έχουν αρχίσει να αντικαθίσταται από τα ψηφιακά μέσα. Ταυτόχρονα, το σενάριο του Κρίστοφερ ΜακΚουάρι φέρνει έναν καινούργιο αέρα, δημιουργώντας όχι ένα τυπικό εθνικοπατριωτικό success story, αν και δεν λείπει και αυτή η πλευρά, πολύ πιο μετρημένη όμως από όσο θα περίμενε κανείς, αλλά μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης. Μέσα σε αυτή οι νεαροί πιλότοι μαθαίνουν την αξία της ζωής και ο Μάβερικ βρίσκει τον εαυτό του, συμφιλιώνεται με τις ενοχές του και επουλώνει τις πληγές του.
Καλογραμμένοι διάλογοι, χιούμορ και συγκίνηση σερβίρονται σε καλά μελετημένες δόσεις, αποδεικνύοντας ότι αυτό το sequel είχε πολλούς λόγους για να γίνει πέρα από το ταμείο. Γιατί αυτός ο Μάβερικ, που ο Κρουζ ερμηνεύει με το γοητευτικό του χαμόγελο, αλλά και την ωριμότητα της εμπειρίας του, έρχεται να μας μάθει κάτι απλό και γενναιόδωρο: πως η αυτογνωσία μπορεί να μας οδηγήσει στους Άλλους και πως το «μαζί» είναι τελικά το μεγαλύτερο παράσημο.
Το πιο σημαντικό όμως πλεονέκτημα του καινούργιου «Top Gun» είναι αυτή η vintage νοσταλγία, που υπαινικτικά ελλοχεύει στις λεπτομέρειες, αλλά και στο γεγονός ότι περιορίζει το πολεμικό στοιχείο, κάνοντας την αποστολή των πιλότων όχι μόνο ένα μιλιταριστικό ανδραγάθημα, αν και αυτό είναι στην πραγματικότητα, αλλά και μια υπέρβαση των ορίων που μας επιβάλλουν οι φόβοι μας.