Tην ώρα που οι ελληνικές επιχειρήσεις διαμαρτύρονται πως δεν βρίσκουν εργαζόμενους για τις εξειδικευμένες θέσεις εργασίας των εταιρειών τους, η Τράπεζα της Ελλάδος αποκαλύπτει πως οι αμοιβές της συγκεκριμένης κατηγορίας απασχολουμένων έχουν μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εργαζόμενοι που έφυγαν από τη χώρα αναζητώντας αλλού εργασία, δεν επιστρέφουν ενώ και εκείνοι που έχουν μείνει στην Ελλάδα αναζητούν τρόπους διαφυγής στο εξωτερικό.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ σύμφωνα με σχετικές έρευνες της πρωτοβουλίας Brain Regain, το βασικότερο εμπόδιο επιστροφής στην Ελλάδα για σχεδόν 1 στους 4 Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό είναι οι χαμηλοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας. Κατά συνέπεια, η βελτίωση των μισθολογικών συνθηκών στην αγορά εργασίας αποτελεί το βασικότερο κίνητρο για τον επαναπατρισμό όσων εργαζομένων έφυγαν από την Ελλάδα, οι οποίοι είναι κυρίως ειδικευμένοι και με υψηλά προσόντα.
Επίσης, πρόσφατες έρευνες αναδεικνύουν τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις στην εύρεση ειδικευμένου προσωπικού. Συνεπώς, δεδομένης της αυξημένης ζήτησης ειδικευμένου προσωπικού, θα αναμενόταν να παρατηρήσουμε μία αύξηση μισθών για τους εργαζομένους αυτούς.
Στο βαθμό που τα κίνητρα επιστροφής των εργαζομένων επηρεάζονται από το επίπεδο των μισθών, τα τελευταία έτη δεν φαίνεται να έχουν διαμορφωθεί οι κατάλληλες μισθολογικές συνθήκες για την προσέλκυση όσων έφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της τελευταίας μεγάλης κρίσης.
Μάλιστα, η προσέλκυση πιο ειδικευμένου προσωπικού έγινε πιο δύσκολη, αφού οι αμοιβές για τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας εν τέλει μειώθηκαν σημαντικά σε πραγματικούς όρους εξαιτίας του πληθωρισμού.
Ως εκ τούτου, η χώρα κινδυνεύει όχι μόνο να μη μπορεί να προσελκύσει τους εργαζόμενους που μετανάστευσαν στο εξωτερικό την περίοδο της κρίσης, αλλά και να συνεχίσει να χάνει πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, με αρνητικές επιπτώσεις στις προοπτικές της τεχνολογικής προόδου και της οικονομικής ανάπτυξης.
Όμως, όπως παρατηρεί η ΤτΕ κατά τη διάρκεια της περιόδου 2016 και 2023, αυξήθηκαν οι μισθοί κυρίως για τις πιο χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, λόγω των αυξήσεων του κατώτατου μισθού, η οποία σωρευτικά έφτασε στο 33%.
Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού είχαν θετικές επιδράσεις και σε υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια, με φθίνοντα ρυθμό έως τα επίπεδα των 1.100 έως 1.200 ευρώ.
Ωστόσο, σε υψηλότερα επίπεδα μικτών αμοιβών, όπου συνήθως βρίσκονται και πιο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, η μετατόπιση της κατανομής είναι πολύ μικρή, δηλαδή οι αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών ήταν ελάχιστες και σε πραγματικούς όρους μειώθηκαν!
Ειδικότερα, για τις θέσεις εργασίας με αμοιβές άνω των 1.650 ευρώ το 2016, το βασικότερο εύρημα είναι ότι δεν υπάρχουν σημαντικές μεταβολές μεταξύ των ετών 2016 και 2023. Επίσης φαίνεται ότι ένα μικρό μέρος των θέσεων εργασίας με υψηλές αμοιβές το 2016 λαμβάνει χαμηλότερες αποδοχές (κάτω από 1.650 ευρώ) το 2023.
Αυτό πιθανώς οφείλεται είτε στην αντικατάσταση κάποιων εργαζομένων με άλλους χαμηλότερα αμειβόμενους είτε σε νεοπροσλαμβανόμενους σε παρόμοιες θέσεις εργασίας οι οποίοι λαμβάνουν χαμηλότερες απολαβές.
Πιο αναλυτικά, για τις θέσεις εργασίας με χαμηλές απολαβές, έως 850 ευρώ το 2016, ελέγχοντας για χαρακτηριστικά και του εργοδότη και του εργαζομένου, το μέσο ποσοστό μεταβολής των ονομαστικών μισθών ήταν 26,9% από το 2016 έως το 2023.
Αντιθέτως, οι θέσεις εργασίας με υψηλές απολαβές, άνω των 1.650 ευρώ το 2016, ελέγχοντας πάλι για χαρακτηριστικά εργοδότη και εργαζομένου, είχαν μια εκτιμώμενη μέση αύξηση των ονομαστικών αμοιβών κατά 0,7%, δηλαδή κατά μέσο όρο οι μισθοί παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητοι.
Αν ληφθεί υπόψη ότι την περίοδο 2016-2023 το επίπεδο των τιμών με βάση τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε σωρευτικά κατά 16% περίπου, συνάγεται ότι, σε πραγματικούς όρους, υπήρξαν μισθολογικές αυξήσεις στις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ενώ στις υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας (πάνω από 1.650 ευρώ το 2016) υπήρξαν σημαντικές μειώσεις.
Οι μισθολογικές αυξήσεις είναι σημαντικά πιο συγκρατημένες στις μικρές επιχειρήσεις (που απασχολούν έως 10 εργαζόμενους) όσον αφορά τις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ενώ για τις υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας παρατηρείται μείωση της τάξεως του 10%. Στις επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους παρατηρείται ότι για τις θέσεις εργασίας με υψηλές απολαβές οι αυξήσεις είναι πολύ μικρές.
Συγκεκριμένα, μία θέση εργασίας που αμειβόταν με 1.750 ευρώ το 2016 σε μία εταιρία με πάνω από 1.000 εργαζόμενους, στον ίδιο κλάδο, για το ίδιο επάγγελμα, με τον ίδιο τύπο σύμβασης, με έναν εργαζόμενο στην ίδια ηλικιακή ομάδα, με το ίδιο φύλο, πλήρους απασχόλησης, το 2023 αμειβόταν ονομαστικά με 1.781,50 ευρώ κατά μέσο όρο.
Σε πραγματικούς όρους, το 2023, λόγω του πληθωρισμού, η αμοιβή ήταν περίπου 1.495 ευρώ (μείωση κατά 16%). Με την ίδια μέθοδο, μία θέση εργασίας που το 2016 αμειβόταν με 750 ευρώ, το 2023 αμειβόταν κατά μέσο όρο με 975 ευρώ ονομαστικά, ενώ σε πραγματικούς όρους η αμοιβή ήταν 819 ευρώ (αύξηση κατά 9,2%).
Οι μεταβολές αμοιβών των θέσεων εργασίας με χαμηλές απολαβές είναι πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με αυτές των θέσεων εργασίας με υψηλές απολαβές, ανεξάρτητα από την ηλικία των εργαζομένων. Οι αμοιβές των εργαζομένων ηλικίας 15-24 ετών αυξήθηκαν κατά 37,6% την περίοδο 2016-2023, ενώ αντίστοιχα υψηλές είναι και οι αυξήσεις των εργαζομένων ηλικίας άνω των 65 ετών (40,4%).
Ωστόσο, για τις θέσεις εργασίας με υψηλές αμοιβές, τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά. Αυξήσεις αμοιβών παρατηρούνται μόνο για τις πιο μικρές ηλικιακές ομάδες, 25-34 και 35-44 ετών. Για τις ηλικιακές ομάδες άνω των 45 ετών οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας έχουν χαμηλότερες ονομαστικές αμοιβές κατά μέσο όρο το 2023 σε σύγκριση με το 2016.
Αυτό μπορεί να οφείλεται στη σταδιακή συνταξιοδότηση εργαζομένων με θεσμοθετημένες υψηλότερες απολαβές (π.χ. λόγω “τριετιών”) πριν από το μνημόνιο και την αντικατάστασή τους με νεότερους εργαζόμενους.