Στα οικονομικά, υπάρχει μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία μπορεί κάποιος να κερδίσει χρήματα από οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, αρκεί να βρει κάποιον που είναι διατεθειμένος να αγοράσει πιο ακριβά από τον προηγούμενο αγοραστή. Η θεωρία αυτή ονομάζεται «Η θεωρία του μεγαλύτερου ανόητου».
Στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας, ένας «ανόητος» μπορεί να πληρώσει για ένα υπερτιμημένο περιουσιακό στοιχείο, ελπίζοντας ότι μπορεί να το πουλήσει σε έναν ακόμη «μεγαλύτερο ανόητο» και να βγάλει κέρδος. Αυτό λειτουργεί μόνο εφόσον υπάρχουν αρκετοί νέοι «μεγαλύτεροι ανόητοι» πρόθυμοι να πληρώσουν όλο και υψηλότερες τιμές για το περιουσιακό στοιχείο.
Κάποια στιγμή βέβαια, όλοι συνειδητοποιούν ότι μια εικόνα ενός πιθήκου δεν πρέπει να πουλιέται για χιλιάδες δολάρια. Αποτέλεσμα αυτού είναι η τιμή του αγαθού να αρχίζει να πέφτει και να πέφτει και να πέφτει, φτάνοντας στην αξία που πρέπει να πουλιέται ή ακόμα και πιο κάτω. Το κακό είναι ότι μερικές φορές η αξία ενός αντικειμένου είναι 0! Οπότε βλέπετε που πάει αυτό σωστά;
Ο καλύτερος τρόπος να δούμε τι εννοώ είναι τα λόγια του Seth Klarman, ενός πολύ αγαπημένου μου επενδυτή, σε μια συνέντευξη που έδωσε το 2011. Δεν είμαι σίγουρος, υπάρχει ακόμα στο YouTube, διότι οι δικηγόροι του τρέχουν να σβήσουν οποιοδήποτε δείγμα δημόσιου λόγου του, αλλά σε κάθε περίπτωση ο Klarman είχε πει το εξής:
«Το να αγοράζουμε κάτι είναι μια υπεροπτική κίνηση. Είναι σαν να λέμε: “Η αγορά γυρίζει, κάποιος θέλει να μου το πουλήσει, ξέρω περισσότερα από τους άλλους και θα το αγοράσω. Πρόκειται να το αγοράσω κατά xλιγότερο από τον επόμενο αγοραστή. Αυτό είναι υπεροπτικό! Και χρειάζεται ταπεινοφροσύνη για να πούμε: “Ναι, αλλά μπορεί να είμαστε λάθος”».
Τι γίνεται στην περίπτωση που είμαστε ο τελευταίος σε μια σειρά “επενδυτών” που έχουν αγοράσει κάτι που δεν αξίζει; Τι συμβαίνει στην περίπτωση που δεν βρούμε έναν αγοραστή για κάτι το οποίο χρυσοπληρώσαμε; Μήπως λοιπόν πρέπει να αναθεωρήσουμε τι είναι αυτό που αγοράζουμε;