Μπορεί να πέρασαν 20 χρόνια από εκείνη την ημέρα που άλλαξε τον Κόσμο, όμως οι μνήμες είναι ζωντανές για όσους έζησαν την τραγωδία από κοντά. Για όσους είδαν τον θάνατο να τους προσπερνά. Είδαν φίλους, συναδέλφους, αγνώστους να χάνονται από τη μία στιγμή στην άλλη σε ένα εφιαλτικό σκηνικό που ξεπερνά κάθε κινηματογραφική δημιουργία.
Εκείνο το πρωινό, ο Γιάννης Κασιμάτης βρισκόταν στο γραφείο του στο Port Authority στους 42 δρόμους και 9η Λεωφόρο, όπως κάθε μέρα. Ηταν 11 Σεπτεμβρίου του 2001.
Ο ίδιος, περιγράφει στον «Ε.Κ.» όλα όσα έζησε εκείνη την ημέρα δίνοντας όλο του το είναι για να σώσει ότι μπορούσε από την τραγωδία.
«Ολα ξεκίνησαν όταν άκουσα στο ράδιο πως ένα μικρό αεροπλάνο χτύπησε τους Δίδυμους Πύργους. Ανοίξαμε με τον διευθυντή την τηλεόραση και είδαμε να βγαίνει καπνός από τον πρώτο πύργο. Κοιτάξαμε με προσοχή. Δεν ήταν μικρό αεροπλάνο, ήταν μεγάλη η τρύπα και πολλά πατώματα καιγόντουσαν. Αμέσως βγήκα έξω και μάζεψα όλο το Σώμα. Διάλεξα όσους δεν ήταν παντρεμένοι και δεν είχαν παιδιά, πήρα ένα λεωφορείο της Πολιτείας που περνούσε από εκεί, το άδειασα από τους επιβάτες και έβαλα τους αστυνομικούς. Κατεβήκαμε στα Δίδυμα. Την ώρα που φτάνουμε κοιτάμε πάνω και βλέπουμε το δεύτερο αεροπλάνο να χτυπάει τον δεύτερο πύργο. Εκεί καταλάβαμε ότι δεν πρόκειται για δυστύχημα αλλά για τρομοκρατικό χτύπημα από τους σατανάδες του Κόσμου.
Ξεχώρισα από την ομάδα που είχα μαζί μου τους μεγαλύτερους 40 με 50 χρόνων να οργανώσουν τι θα κάνουμε. Οι υπόλοιποι πήγαν μέσα να βρουν μάσκες οξυγόνου. Μπήκαμε μέσα εγώ και ο διευθυντής μου και βλέπαμε τον κόσμο να κατεβαίνει και να βγαίνει από τις δύο εξόδους. Αρχισα να βοηθάω τον κόσμο να βγαίνει από τις σκάλες. Πολλοί ήταν ήδη τραυματισμένοι. Είχε πιάσει φωτιά εκεί που χτύπησε το αεροπλάνο και είχε κατέβει κάτω, εκεί που ήταν το ασανσέρ. Ο κόσμος ήταν σοκαρισμένος. Τους βοηθούσαμε να κατέβουν από τις εξόδους κινδύνους για να βγουν στο δρόμο, να περάσουν μέσα από το Μετρό και να βγουν. Αυτό το σύστημα το είχαμε κάνει πρόβα πολλές φορές και καταφέραμε και σώσαμε το 99% από αυτούς που μπορούσαν να σωθούν».
Τα χειρότερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμα. Ενας τρομακτικός θόρυβος ακολούθησε και ο πύργος άρχισε να πέφτει και μαζί του να πέφτουν νεκροί χιλιάδες κόσμου που έτυχε να βρίσκονται εκεί το μοιραίο αυτό πρωινό.
«Την ώρα που έπεφτε ο πύργος μπήκε μέσα όλο το σίδερο, το τσιμέντο και όπως έπεφτε μπήκε μέσα στον άλλο πύργο σαν να ήταν τσουνάμι. Ο κόσμος κατέβαινε πανικόβλητος και εμείς βλέπαμε απ’ έξω -γιατί τα τζάμια δεν είχαν σπάσει ακόμα- ανθρώπους που η έκρηξη τους είχε πετάξει από το κτίριο και γινόντουσαν κομμάτια. Εβλεπες ένα χέρι, ένα κεφάλι αλλά και όσοι κατέβαιναν τα έβλεπαν όλα αυτά και ήταν σοκαρισμένοι. Αυτούς που βοηθούσαν εκείνη την ημέρα τους έστειλε ο Θεός. Εμείς όλοι πήγαμε εκεί να βοηθήσουμε. Και αυτοί που πέθαναν εκείνη την ημέρα βοηθώντας πιστεύω και να το ήξεραν πως θα πέθαιναν, θα το ξαναέκαναν.
Εγώ, ο διευθυντής μου και δύο τρεις ακόμη σωθήκαμε. Ολοι οι άλλοι συνάδελφοί μας στον ίδιο όροφο πέθαναν. Μόλις συνήλθαμε, βγάλαμε τη σκόνη από το στόμα μας. Βρήκαμε ο ένας τον άλλον με μεγάλη δυσκολία και προσπαθήσαμε να κατέβουμε εκεί που ήταν οι κυλιόμενες σκάλες. Εκεί, είδαμε ότι υπήρχε δρόμος για να περάσουμε και να βγούμε έξω.
Μόλις βγήκα, είδα μια γυναίκα αναίσθητη. Την σήκωσα αγκαλιά και άρχισα να τρέχω. Είδα ένα αστυνομικό όχημα, την βάζω μέσα και μπήκα κι εγώ μαζί γιατί φοβόμουν ότι θα πέσει και ο άλλος πύργος. Και έτσι έγινε. Πήγαμε δύο τρεις δρόμους πιο πέρα και μας έπιασε πάλι το τσουνάμι. Ο Θεός μας βοήθησε και βγήκαμε.
Την υπόλοιπη μέρα ψάχναμε για ζωντανούς κάτω από τα συντρίμμια.
Για μήνες, πήγαινα κάθε βράδυ στο σημείο μετά την βάρδια μου και έσκαβα για να βρίσκω πτώματα μέσα στα χαλάσματα».