Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Fitch διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στη βαθμίδα “ΒΒΒ-“ (το χαμηλότερο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας), καθώς και τις προοπτικές (outlook) σταθερές, σημειώνοντας τη σταθερή δημοσιονομική και αναπτυξιακή πρόοδο της χώρας, υπογραμμίζοντας όμως παράλληλα τις ευπάθειες που διατηρεί η ελληνική οικονομία ως “κληρονομιά” της κρίσης χρέους, κυρίως όσον αφορά την απασχόληση, την αναπτυξιακή δυναμική και τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Πιο ειδικά, στην έκθεσή τους, οι αναλυτές της Fitch σημειώνουν:
Δυνατά και αδύναμα σημεία: Η αξιολόγηση της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τα επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος και τους δείκτες διακυβέρνησης, που βρίσκονται πολύ πάνω από τον διάμεσο των χωρών που αξιολογούνται στη βαθμίδα “BBB”, καθώς και την αξιοπιστία πολιτικής που υποστηρίζεται από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη. Αυτά τα δυνατά σημεία αντιρροπίζονται από τις “κληρονομιές” της κρίσης δημόσιου χρέους, οι οποίες περιλαμβάνουν μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους, καθώς και υψηλή – αν και μειούμενη – ανεργία, χαμηλή μεσοπρόθεσμη δυναμική ανάπτυξης και ορισμένες επίμονες ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα.
Σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα: Η Fitch προβλέπει συνεχιζόμενη μείωση του συνολικού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στο 0,8% του ΑΕΠ το 2025, με πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο στο 2,3% το 2024-2025 (από 1,9% το 2023). Οι πρόσφατες επιδόσεις της Ελλάδας, τονίζει ο οίκος, έχουν ενισχυθεί από την ισχυρότερη από το αναμενόμενο εισροή εσόδων και τη συγκράτηση των δαπανών.
Η Fitch “βλέπει” μια ισχυρή δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση, με τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια της κυβέρνησης να υποστηρίζονται από τις συντηρητικές εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου της Ελλάδας για τα έσοδα, τη στιγμή που οι αρχές προχωρούν σε φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις για την αύξησή τους (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της φοροδιαφυγής μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων και της προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών). Η επιτυχής αύξηση των εσόδων θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιο δημοσιονομικό χώρο, αν και το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θέτει ορισμένα όρια στις πρόσθετες δαπάνες.
Μειούμενο δημόσιο χρέος: Η Fitch αναμένει ότι ο συνδυασμός ισχυρών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, σταθερού κόστους τόκων και μέτριας ονομαστικής ανάπτυξης θα συνεχίσει να οδηγεί τον δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ χαμηλότερα, στο 147,3% το 2025 (από 161,9% το 2023) και κάτω από το 140% το 2028. Αυτό θα αποτελούσε μια ουσιαστική προσαρμογή (ο λόγος είχε φτάσει στο 207% το 2020), ωστόσο θα εξακολουθούσε να αφήνει το χρέος πολύ πάνω από το μέσο όρο των χωρών με πιστοληπτική αξιολόγηση “BBB” (55%) και εκείνων της ευρωζώνης (89,9%). Το ευνοϊκό προφίλ χρέους της χώρας -μακρές λήξεις, χωρίς χρέος σε συνάλλαγμα και υψηλό μερίδιο χρέους με ευνοϊκούς όρους- μειώνει σημαντικά τους κινδύνους, ενώ τα μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα (35 δισεκατομμύρια ευρώ το α’ τρίμηνο του 2024) χρησιμεύουν ως απόθεμα ασφαλείας και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για περαιτέρω μείωση των επιπέδων χρέους.
Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα δεδομένων ορισμένων κληρονομημένων από το παρελθόν ζητημάτων, αν και κατά την άποψη της Fitch δεν θα επηρεάσουν αρνητικά τη βελτιούμενη απόδοση της Ελλάδας στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της. Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι περίπου 29 δισεκατομμύρια ευρώ (12% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων 17 δισεκατομμυρίων ευρώ των εγγυήσεων του “Ηρακλή”), ενώ μια πιθανή απόφαση της Eurostat το επόμενο έτος να αναταξινομήσει τους αναβαλλόμενους τόκους των δανείων του EFSF θα μπορούσε να προσθέσει 12 δισεκατομμύρια ευρώ (5,6%) στο απόθεμα χρέους της Ελλάδας. Αυτό δεν πρόκειται να επηρεάσει τις ακαθάριστες απαιτήσεις χρηματοδότησης ή τις προσδοκίες για συνεχιζόμενη απομόχλευση του δημόσιου χρέους, εκτιμά ο οίκος.
Αναπτυξιακή ορμή η οποία θα συνεχιστεί: Η Fitch αναμένει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα επιταχυνθεί στο 2,3% το 2024 και στο 2,4% το 2025 (από 2% το 2023), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (1,1%), βοηθώντας τη χώρα να επιτύχει κάποια σύγκλιση με τα εισοδήματα των προηγμένων χωρών της ζώνης του ευρώ. Η οικονομική ανάπτυξη θα λάβει ώθηση από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών, τη συνεχή αύξηση της απασχόλησης και τις σταθερές επενδύσεις. Η Fitch αναμένει ότι οι επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης θα επιταχυνθούν, με την απορρόφηση των επιχορηγήσεων να κορυφώνεται στο 3% του ΑΕΠ το 2026, από 1% το 2023, με θετικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση.
Ταμείο Ανάκαμψης: Η απορρόφηση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης (17,7 δισ. ευρώ, 7,4% του ΑΕΠ) θα διαρκέσει περισσότερο, καθώς διοχετεύεται μέσω διευκολύνσεων δανεισμού. Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτικός κύκλος του Ταμείου Ανάκαμψης είναι πιθανό να παραταθεί πέραν του 2026, μειώνοντας τους κινδύνους απότομης επιβράδυνσης της ανάπτυξης το 2027. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας, τονίζει ο οίκος, εξακολουθούν να επιβαρύνονται από τις χαμηλές αποταμιεύσεις/επενδύσεις στην οικονομία και τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία, αν και η ισχυρή δέσμευση για μεταρρυθμίσεις (ειδικά στην πλευρά της προσφοράς) θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη υψηλότερης και πιο ανθεκτικής ανάπτυξης.
Σύσφιξη της αγοράς εργασίας: Η ανάκαμψη της Ελλάδας συνοδεύτηκε από σταθερή βελτίωση στην αγορά εργασίας, με την ανεργία επί του παρόντος να βρίσκεται σε χαμηλό 15ετίας (10,2% τον Μάρτιο), την απασχόληση να αυξάνεται και τον εργασιακά ενεργό πληθυσμό να σημειώνει μέτρια άνοδο. Η Fitch βλέπει περαιτέρω σταδιακή μείωση της ανεργίας τα επόμενα δύο χρόνια, ωστόσο οι κίνδυνοι έλλειψης εργατικού δυναμικού αυξάνονται, ιδιαίτερα σε τομείς έντασης εργασίας όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές.
Οι ελληνικές αρχές επικεντρώνονται σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων για τη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού, ωστόσο η ανοδική πίεση στους μισθούς είναι πιθανό να ενταθεί. Επί του παρόντος, η δυναμική των μισθών είναι σχετικά υποτονική (αύξηση 4%), ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος να έχει πιο επίμονες επιπτώσεις στον πληθωρισμό και πιθανώς να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας μεσοπρόθεσμα, σημειώνουν οι αναλυτές του οίκου.
Τραπεζικός Τομέας: Οι ελληνικές τράπεζες έχουν διατηρήσει υψηλή ρευστότητα και ισχυρή κερδοφορία, υποστηριζόμενες από τα υψηλότερα επιτόκια στην ευρωζώνη, την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης και την εκκαθάριση του ισολογισμού τους, σημειώνει ο αμερικανικός οίκος. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαίων τους αυξήθηκε στο 18,8% στο τέλος του 2023, λίγο χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (19,7%). Ο δείκτης των ενοποιημένων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) μειώθηκε περαιτέρω στο 6,2% στο τέλος του 2023 (από 8,7% στο τέλος του 2022), με τη Fitch να αναμένει ο δείκτης να αποκλιμακωθεί περαιτέρω το 2024-2025 λόγω ενός συνδυασμού οργανικών ενεργειών και μικρών πωλήσεων χαρτοφυλακίων.
Μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: Οι χαμηλότερες τιμές των βασικών εμπορευμάτων και η ισχυρή αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών συνέβαλαν σε ταχεία μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2023, αν και, στο 6,3% του ΑΕΠ, παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη. Ο οίκος αναμένει μια πιο σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2024-2025, εν μέρει λόγω της προβλεπόμενης ανάκαμψης της εξωτερικής ζήτησης για αγαθά και των συνεχιζόμενων ισχυρών επιδόσεων του τουρισμού (τα έσοδα κατέγραψαν ρεκόρ 18 δισ. ευρώ το 2023).
Οι σταθερές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και οι ροές κεφαλαίων θα ενισχύσουν επίσης την εξωτερική θέση της Ελλάδας, τονίζει η Fitch. Στο 120,6% του ΑΕΠ, το καθαρό εξωτερικό χρέος είναι πολύ πάνω από το διάμεσο των χωρών που βαθμολογούνται στη βαθμίδα “ΒΒΒ” (3%), αν και βρίσκεται σε χαμηλό δεκαετίας και θα συνεχίσει να μειώνεται σταδιακά μεσοπρόθεσμα.
Παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε αρνητική δράση/υποβάθμιση αξιολόγησης
-Δημόσια οικονομικά: Μια ανανεωμένη ανοδική τάση του λόγου του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ, για παράδειγμα, λόγω διαρθρωτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης, παρατεταμένης ασθενούς ανάπτυξης ή υλοποίησης σημαντικών ενδεχόμενων υποχρεώσεων.
-Μακροοικονομικά: Κάποιο σοβαρό δυσμενές σοκ το οποίο θα επηρέαζε τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας και θα επιδείνωνε την εξωτερική της ανταγωνιστικότητα.
Παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική δράση/αναβάθμιση της αξιολόγησης:
– Δημόσια οικονομικά: Διαρκής και σημαντική μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ, π.χ. λόγω της δημοσιονομικής εξυγίανσης μεσοπρόθεσμα.
– Μακροοικονομικά: Βελτίωση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής και των επιδόσεων, για παράδειγμα, λόγω υψηλότερων επενδύσεων ή/και εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.