Προκειμένου να αποκτηθεί η επενδυτική βαθμίδα, η ΤτΕ στην ενδιάμεση έκθεσή της για την νομισματική πολιτική θέτει δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτη είναι η υλοποίηση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων βάσει του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” και δεύτερη είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας εν μέσω μάλιστα της αυστηροποίησης των νομισματικών συνθηκών και της επιδείνωσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Μάλιστα, ο κεντρικός τραπεζίτης έστειλε το μήνυμα προς τα πολιτικά κόμματα, ότι για να επιτευχθούν οι βασικοί αυτοί στόχοι, στο πλαίσιο των εθνικών εκλογών, απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία.
Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τη S&P, η Ελλάδα αξιολογείται με BB+. Βρίσκεται, δηλαδή, ένα «σκαλοπάτι» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Η Fitch Ratings και η Moody’s αξιολογούν την Ελλάδα δύο και τρία «σκαλοπάτια», αντιστοίχως, κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Η ΤτΕ στην Ενδιάμεση έκθεση για την Νομισματική Πολιτική εξετάζει 8 διαφορετικά σενάρια για τη βιωσιμότητα του χρέους. Μέσα από την ανάλυση 8 σεναρίων, η ΤτΕ καταλήγει πως το δημόσιο χρέος παρουσιάζει ανθεκτικότητα σε μια σειρά από αρνητικές επισφάλειες μεσοπρόθεσμα. Όπως αναφέρεται, αυτό αποτελεί αποτέλεσμα των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής των υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα (χάρη στα διαδοχικά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους το 2012, το 2017 και το 2018), σε συνδυασμό με την εκδοτική στρατηγική του ΟΔΔΗΧ και την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swap), οι οποίες έχουν αντισταθμίσει τον επιτοκιακό κίνδυνο σε ένα σχετικά μεγάλο μερίδιο του ελληνικού χρέους «κλειδώνοντας» τα σχετικά χαμηλά επιτόκια των προηγούμενων ετών.
Η έκθεση υπογραμμίζει πως τα υφιστάμενα καλά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου χρέους δεν αποτελούν «κτήμα ες αεί», αλλά παρέχουν ένα ικανό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή αναχρηματοδότηση των ευνοϊκών δανείων προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της προσομοίωσης, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αποτελεί καθοριστικό παράγοντα του επιτοκίου αναχρηματοδότησης. Μάλιστα τονίζεται πως η ταχεία αποκλιμάκωσή του πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα βασικά επιτόκια δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα προ κρίσης επίπεδα, ακόμη και με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.