Ειδικοί επιστήμονες δίνουν χρήσιμες συμβουλές για ειδικές κατηγορίες ασθενών, αναφορικά με το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού.
Οι συμβουλές δόθηκαν κατά τη διάρκεια διαδικτυακής ενημέρωσης που πραγματοποιήθηκε από το επιστημονικό προσωπικό της Γ’ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Συρίγου, Καθηγητή Παθολογίας & Ογκολογίας και της Γαρουφαλλιάς Πουλάκου, Επίκουρη Καθηγήτρια Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας, με θέμα το εμβόλιο έναντι του SARS-CoV-2.
Ειδικότερα, οι ασθενείς με ΧΑΠ που θα νοσήσουν από COVID-19 έχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσησης, εισαγωγής σε ΜΕΘ και θανάτου και πρέπει να εμβολιαστούν χωρίς καμία διακοπή στο θεραπευτικό τους σχήμα.
Οι ασθενείς με άσθμα δεν εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο νόσησης από COVID-19 ούτε αυξημένο κίνδυνο θανάτου σχετιζόμενου με νόσηση από COVID-19. Οι ασθενείς με άσθμα πρέπει να διατηρούν τη σταθερή θεραπεία τους και ιδιαίτερα τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή.
Οι ασθενείς με νεοπλασματικά νοσήματα αποτελούν μια μεγάλη και ετερογενή ομάδα και χρειάζονται ειδικές οδηγίες. Όσοι λαμβάνουν χημειοθεραπεία θεωρούνται υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη σοβαρής COVID-19 λοίμωξης και πρέπει να εμβολιαστούν κατά προτεραιότητα.
Τα εμβόλια που χρησιμοποιούν την τεχνολογία mRNA είναι ασφαλή σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, ενώ τα εμβόλια που περιέχουν ζώντες αδρανοποιημένους οργανισμούς αντενδείκνυνται σε άτομα με ανοσοκαταστολή. Οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς είναι πιθανό να μην μπορέσουν να αναπτύξουν καλή ανοσολογική απόκριση. Αυτό δεν αποτελεί αντένδειξη, καθώς ο εμβολιασμός μπορεί να παρέχει κάποιου βαθμού προστασία. Τα δεδομένα σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς είναι περιορισμένα και συνεπώς δεν υπάρχουν ακόμα κατευθυντήριες οδηγίες. Η μακροχρόνια εμπειρία από τη χορήγηση του εμβολίου της γρίπης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο.
Για ασθενείς που λαμβάνουν ανοσοτροποποιητικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων και βιολογικών θεραπειών, δεν υπάρχουν επί του παρόντος επαρκή δεδομένα, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Σε αυτούς τους ασθενείς η ασφάλεια των εμβολίων πρέπει να σταθμιστεί έναντι του κινδύνου κακής έκβασης μετά από νόσηση από τον ιό SARS-CoV-2. Η εμπειρία από τα ήδη υπάρχοντα εμβόλια καθιστά πιθανό να προκύψουν μειωμένα ποσοστά επίτευξης ανοσίας και με τα εμβόλια COVID-19. Η πυροδότηση ανοσολογικών αντιδράσεων η/και επιδείνωση του υποκείμενου ανοσολογικού νοσήματος θεωρείται εξαιρετικά απίθανη, με βάση την υπάρχουσα εμπειρία σχετικά με άλλα εμβόλια. Για τους λόγους αυτούς η παραπάνω κατηγορία ασθενών έχει ενσωματωθεί στα προγράμματα εμβολιασμού COVID-19 των περισσοτέρων χωρών μια και το ρίσκο προβλέπεται να είναι πολύ μικρότερο του οφέλους.
Οι επιστήμονες υπογράμμισαν ότι τα διαθέσιμα εμβόλια έναντι του ιού SARS-CoV-2 είναι ιδιαίτερα ασφαλή και με ελάχιστες αλλεργικές αντιδράσεις. Η χορήγησή τους συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους υγιείς, ενώ οι ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα θα πρέπει επίσης να εμβολιαστούν, αφού πρώτα συζητήσουν με τον θεράποντα ιατρό τους για το είδος του εμβολίου και τη χρονική περίοδο που πρέπει να γίνει.
Όπως ανέφεραν οι συμμετέχοντες στην διαδικτυακή ενημέρωση τα mRNA εμβόλια της Pfizer/BioNtech και της Moderna είναι ήδη αδειοδοτημένα για επείγουσα χρήση. Παρέχουν αποτελεσματικότητα της τάξεως του 94,5%, χρειάζονται δε και τα δύο μεταφορά και διατήρηση σε βαθιά ψύξη(-70°C και -20°C αντίστοιχα). Οι αλλεργικές αντιδράσεις που έχουν παρατηρηθεί με το εμβόλιο της Pfizer/BioNtech είναι σπάνιες, έχουν αντιμετωπισθεί επιτυχώς και αποδίδονται στο συστατικό του εμβολίου Polyethylene glycol. Δεν συσχετίζονται με τροφικές αλλεργίες.
To επερχόμενο εμβόλιο της Astra/Zeneca-Oxford University έχει αποτελεσματικότητα μέχρι 90% και ευχερέστερες συνθήκες διανομής από τα προηγούμενα. Το ρωσικό εμβόλιο Sputnik 5 έχει αποτελεσματικότητα ως 91,4%, χαμηλό κόστος, και ικανοποιητικές συνθήκες μεταφοράς.
Το αληθώς αντιεμβολιαστικό κοινό δεν ξεπερνά το 10%
Ο φόβος για ανεπιθύμητες ενέργειες και η ταχεία παραγωγή και αδειοδότηση των εμβολίων είναι η κύρια αιτία δισταγμού για τα εμβόλια που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των διστακτικών απέναντι στον εμβολιασμό (ως 65% του πληθυσμού), ανέφεραν οι επιστήμονες. Σημείωσαν ότι ο δισταγμός εκφράζεται και από παρόμοια ποσοστά ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. «Το αληθώς αντιεμβολιαστικό κοινό δεν ξεπερνά το 10%», είπαν χαρακτηριστικά.
Γενικά τα εμβόλια είναι καλά ανεκτά με την πλειονότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών να είναι ήπιες ή μέτριες σε σοβαρότητα και να υποχωρούν εντός 1 έως 2 ημερών. Οι τοπικές αντιδράσεις ήταν κυρίως ο πόνος. Οι συνηθέστερες συστηματικές αντιδράσεις ήταν η κόπωση και η κεφαλαλγία. Εμφανίστηκαν συχνότερα σε νεότερους από ό,τι σε ηλικιωμένους (ηλικίας > 55 ετών) εμβολιασθέντες και ήταν συχνότερες μετά τη 2η δόση. Σοβαρές συστηματικές αντιδράσεις αναφέρθηκαν σε λιγότερο από το 2%.
Οι επιστήμονες τόνισαν ότι «τα εμβόλια mRNA δεν επηρεάζουν ούτε αλληλεπιδρούν με το ανθρώπινο DNA με κανέναν τρόπο. Τα μακροπρόθεσμα δεδομένα για την ασφάλεια του εμβολίου δεν είναι γνωστά και γι’ αυτό η εφαρμογή του καθολικού εμβολιασμού θα γίνει υπό στενή φαρμακοεπαγρύπνηση».