14.2 C
Athens
Friday, November 22, 2024
More

    Ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια : Σταθερότητα στον όγκο πωλήσεων το 2022 – Ποιες είναι οι εκτιμήσεις για την παραγωγή του 2023

    Βάσει έκθεσης υδατοκαλλιέργειας του ΕΛΟΠΥ
    Σταθερότητα στην παραγωγή,
    βελτιωμένες τιμές, περαιτέρω ενίσχυση της εξωστρέφειας, αλλά και εντονότερος προβληματισμός λόγω των πληθωρισμών είναι τα κύρια συμπεράσματα της Έκθεσης της Εταιρείας Υδατοκαλλιέργειας που εξέδωσε η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας τους χρονιά που πέρασε.

    Ειδικότερα, το 2022 οι πωλήσεις ψαριών ελληνικής  σε 137.000 τόνους, αξίας 744 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας οριακή αύξηση 1% ως προς τον όγκο και 14% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το 92% των πωλήσεων (ήτοι οι 126.700 τόνοι) αφορούσαν στην τσιπούρα και το λαβράκι, αφήνοντας ένα 8% για όλα τα άλλα είδη.

    Σημειώνεται ότι το 2021, η Ελλάδα είχε καταχθεί στην τρίτη θέση στην ΕΕ-27 ως προς την αξία και τον όγκο παραγωγής υδατοκαλλιέργειας, με τη συνολική παραγωγή της να φτάνει τους 151.300 τόνους, αξία 668,43 εκατ. ευρώ (αύξηση 5,5% όγκου και 12,5% αξίας πωλήσεων). Σύμφωνα με την ΕΛΟΠΥ, το 2023 εκτιμάται ότι η παραγωγή τσιπούρας και το λαβρακιού θα κυμανθεί στους 125.000 τόνους, με την Αποστόλη Τουραλιά, Πρόεδρο ΕΛΟΠΥ να τονίσει εντός της έκθεσης ότι η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη χώρα στην ΕΕ-27 σε παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού. η δεύτερη διεθνώς.


    Ενίσχυση της εξωστρέφειας

    Η εξωστρέφεια του κλάδου ενισχύθηκε
    περαιτέρω καθώς οι εξαγωγές ανήλθαν σε 104.192 τόνους, αξίας 600,6 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση σχεδόν 4% ως προς τον όγκο και 20% ως προς την αξία πωλήσεων. Το 82% της παραγωγής διατέθηκε στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες, ενώ το υπόλοιπο 18% στην εγχώρια αγορά.

    Σύμφωνα με την έκθεση του ΕΛΟΠΥ, κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία. Παρά τον αυξημένο ανταγωνισμό, οι μέσες τιμές και για τα δύο κύρια είδη εμπορίας ήταν βελτιωμένες καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 (+3% τσιπούρα, +19% λαβράκι). Παράλληλα, συνεχίστηκε εντατικά η υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων παραγωγικών επενδύσεων από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας, καθώς και οι δράσεις για την ενίσχυση της αειφορίας του κλάδου με έμφαση στην προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και τη βελτίωση της ευζωίας των εκτρεφόμενων ψαριών.
    Τα ψάρια στην 4η θέση ως προς
    την αξία των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων
    σύμφωνα με την έκθεση, τα ψάρια
    κατατάχθηκαν στην τέταρτη θέση ως προς την αξία των εξαγωγών και στη δέκατη θέση ως προς τον όγκο των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ και του ΥΠΑΑΤ για την κατηγορία «ψάρια και παρασκευάσματα αυτών», το 2022 ο συνολικός όγκος των εξαγωγών αλιευμάτων ανήλθε σε 164.167 τόνους αξίας 940 εκ. ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν το 64% του όγκου και της αξίας των εξαγωγών ήταν εξαγωγές ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού ιχθυοτροφείου (104.192 τόνοι αξίας600,6 εκατ. ευρώ).
    Ποιες ήταν οι κύριες προκλήσεις

    Στις προκλήσεις της χρονιάς που πέρασε
    καταγράφονται οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις και η επιπλέον αύξηση του κόστους παραγωγής κατά 10% λόγω των ανατιμήσεων των πρώτων υλών που αναφέρονται στις ιχθυοτροφές.

    Ο Έντονος ήταν και ο ανταγωνισμός από την Τουρκία καθώς εκτός από τη σημαντική αυξημένη παραγωγή της, η υποτίμηση της λίρας κατέστησε πολύ ανταγωνιστικά τα προϊόντα της και βοήθησε στην διείσδυση στις αγορές. Με αφορμή τη δημοσίευση της φετινής Έκθεσης Υδατοκαλλιέργειας, ο Γιάννης Πελεκανάκης, Διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της ΕΛΟΠΥ, σχολίασε, μεταξύ άλλων: «Το 2023 έχει γίνειεμφανής η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών σε βασικές αγορές στην ΕΕ και η στροφή τους σε φτηνότερα προϊόντα επηρεάζουν την πορεία των ελληνικών εξαγωγών. Επιπλέον, παρατηρούνται διακυμάνσεις και στις τιμές, γεγονός που θα συγκρατήσει την αναπτυξιακή πορεία του κλάδου την επόμενη χρονιά. Δεν είναι σαφές εάν θα ισορροπήσει η αγορά και ποιες θα είναι στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια καθώς όλα θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια και την ένταση αυτής της οικονομικής κρίσης. Στην παρούσα φάση, οι εταιρείες του κλάδου διερευνούν όλες τις πιθανές λύσεις για τη συγκράτηση του κόστους παραγωγής και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανθεκτικότητάς τους».

    Τελευταία Άρθρα

    Σχετικά Άρθρα