Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη συζήτηση με τον οικονομολόγο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Columbia, Τζέφρι Σακς, στο πλαίσιο του συνεδρίου «Athens ESG & Climate Crisis Summit»:
Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής τον Σεπτέμβριο του 2019, πριν εκδηλωθεί η πανδημία και πριν προσλάβει μεγαλύτερη δυναμική η επιτάχυνση της απομάκρυνσης από τον άνθρακα, η οποία κατέληξε στη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση των συλλογικών εκπομπών μας κατά 55% έως το 2030. Σκοπεύουμε να παραμείνουμε σε αυτό το μονοπάτι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι επί του παρόντος βιώνουμε σημαντική αναστάτωση στην αγορά φυσικού αερίου.
Θα είναι μια περίπλοκη συζήτηση στο επίπεδο του Συμβουλίου, κυρίως για πολιτικούς λόγους. Δυστυχώς, οι τρέχουσες ανατιμήσεις στην αγορά του φυσικού αερίου δεν θα διευκολύνουν τη συζήτηση, καθότι πρόκειται για μία μεγάλη και πραγματική ανησυχία. Εάν οι πολίτες, ιδιαίτερα τα ευάλωτα νοικοκυριά, βλέπουν ότι θα πρέπει να επωμιστούν σημαντικό κόστος βραχυπρόθεσμα για την επίτευξη ενός μακροπρόθεσμου στόχου, τότε η κατάσταση δεν θα είναι πολιτικά βιώσιμη.
Προφανώς πρόκειται για ένα περίπλοκο πρόβλημα και η απάντηση σχετίζεται με πολλές διαφορετικές μεταβλητές. Δεν υπάρχει μια ενιαία εξήγηση για την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου. Αυτό που δεν είναι σαφές είναι πώς θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Μία από τις ιδέες που έχουν προταθεί από την Ιταλία αλλά και από την Ελλάδα, είναι να εξετάσουμε την ιδέα αγοράς φυσικού αερίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να συγκροτήσουμε έτσι ένα είδος μονοψωνίου που θα έχει αυξημένη αγοραστική δύναμη έναντι των μεγάλων προμηθευτών αερίου.