Το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη χώρα δεν έχει επανέλθει πλήρως, γεγονός που δικαιολογεί “την περαιτέρω επέμβαση του Κράτους ως φορέα δημόσιας εξουσίας που επιδιώκει τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος της πλήρους αποκατάστασης της χρηματοπιστωτικής κανονικότητας”.
Παρά το γεγονός ότι η έκθεση αναφέρεται στο 2021, πολλά από τα ζητήματα τα οποία επισημαίνει εξακολουθούν να αποτελούν την “αχίλλειο πτέρνα” του κλάδου, που δέχεται σφοδρή κριτική ότι κρατά ερμητικά κλειστή τη στρόφιγγα των χρηματοδοτήσεων – ιδίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Προειδοποιεί, ότι το πρόγραμμα Ηρακλής “χρήζει κατά την εφαρμογή του διαρκούς παρακολούθησης ώστε να αποδώσει τα αναμενόμενα χωρίς επέλευση δημοσιονομικής θυσίας”. Η εν λόγω σύσταση αφορά στις κρατικές εγγυήσεις που έχουν ληφθεί στις τιτλοποιήσεις του Ηρακλή, οι οποίες κινδυνεύουν να καταπέσουν σε περίπτωση που δεν εκπληρωθούν οι στόχοι των business plans.
Κάνει λόγο με ιδιαίτερη έμφαση στην “ηθική χαλάρωση” των δανειοληπτών, λόγω των καθυστερήσεων στους πλειστηριασμούς, έναντι των κόκκινων δανείων. Όπως εκτιμά, το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να υιοθετούν επιφυλακτική στάση σε επίπεδο χορηγήσεων υπό τον φόβο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων, με τελική συνέπεια την υποχρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στις συστάσεις του προς το υπουργείο Οικονομικών, το Ελεγκτικό Συνέδριο αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι “η επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων ως προς την πτυχή του προβλήματος που αναφέρεται στη δυσχέρεια ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων δεν είναι αμιγώς τεχνικό ζήτημα (…) αλλά και κοινωνικό, όπου προέχουν οι πολιτικές εκτιμήσεις”.
Το θέμα των πλειστηριασμών παραμένει άκρως επίκαιρο καθώς, μετά από δέκα έτη χρηματοοικονομικής κρίσης και δύο έτη πανδημίας, η “μηχανή” των πλειστηριασμών δεν έχει ουσιαστικά λειτουργήσει.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει το Ανώτατο Δικαστήριο στον ρόλο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, την παράταση της θητείας του έως το 2025 στα μέτρα που έχει λάβει η Πολιτεία.
Τέλος, στην αναβαλλόμενη φορολογία, η οποία αναλογεί σε ποσοστό άνω του 70% του ενεργητικού στον κλάδο. Το DTC λειτούργησε μεν σωτήρια για τον κλάδο εν μέσω της κρίσης χρέους, πλέον όμως αποτελεί “αγκάθι” για την επιστροφή των τραπεζών στην κανονικότητα και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών, όπως δημόσια έχουν επισημάνει οι εποπτικές αρχές.