Η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται – εκτός συγκλονιστικού απροόπτου – να επανέλθει στα φυσιολογικά της επίπεδα και να αγγίξει τους 3.000 – 3.200 χιλιάδες τόνους.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η Επιστημονική Εταιρεία Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε), ένας φορέας από Έλληνες επιστήμονες και ανθρώπους της αγοράς με εξειδίκευση την ελαιοπαραγωγή τονίζοντας ωστόσο ότι οι προβλέψεις αφορούν την καλλιεργητική περίοδο που δεν θα διαταραχθεί από απρόοπτα καιρικά φαινόμενα.
Εκατό ημέρες μετά τις πρώτες της εκτιμήσεις για την παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου της νέας εσοδείας 2024/25, και επανεξέταση των δεδομένων το συμπέρασμα της 4Ε είναι ότι αν και οι παραγωγές ορισμένων ελαιοπαραγωγικών χωρών αναθεωρούνται, η βασική εικόνα της ισπανικής και της παγκόσμιας παραγωγής θα παραμείνει στο ίδιο πλαίσιο. Συγκεκριμένα:
Εκτιμώμενη παραγωγή ελαιολάδου εσοδείας 2024/25 (ποσότητες σε χιλιάδες τόνους).
- Ισπανία 1.300 – 1.500
- Τουρκία 300 – 320
- Ελλάδα 230 – 290 (250)
- Τυνησία 260 – 280
- Ιταλία 180 – 200
- Πορτογαλία 160 – 180
- Μαρόκο 110 – 140
- Συρία 90 – 100
- Λοιπές 550 – 650
- Εκτίμηση παγκόσμιας παραγωγής 3.000 – 3.200
Πώς κυμάνθηκε η παραγωγή τα προηγούμενα χρόνια
Τα παραπάνω στοιχεία για τη φετινή ελαιοκομική περίοδο σημαίνουν πως μετά από τρία ταραγμένα χρόνια ξηρασίας και αντίξοων καιρικών συνθηκών, η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται – εκτός καταστροφικού συγκλονιστικού απροόπτου της τελευταίας στιγμής – να επανέλθει στα φυσιολογικά της επίπεδα.
Οι τιμές θα υποχωρήσουν στα 5 – 5,5€/κιλό στη χονδική
Λογικά, λοιπόν, οι τιμές πρώτης ύλης (χονδρική, βυτίου ex-work) αναμένεται να υποχωρήσουν, ιδίως όσο θα ξαναγεμίζουν οι δεξαμενές των ελαιοτριβείων, του εμπορίου και της βιομηχανίας τυποποίησης μετά τον Δεκέμβριο 2024.
Μία τιμή παραγωγού μεταξύ των 5 – 5,5€/κιλό για τα μέσης ποιότητας έξτρα παρθένα θα μπορούσε να θεωρηθεί «λογική» υπό τις παραπάνω συνθήκες. Ενδεικτικά, η τιμή παραγωγού (βυτίο στην πόρτα του ελαιοτριβείου) ξεκίνησε από 9 ευρώ/κιλό και έφτασε να πωλείται στα 7 – 7,5€/κιλό
Τι ρόλο θα παίξει η κατανάλωση
Ωστόσο, ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας αναμένεται να αποδειχθεί η κατανάλωση. Τις δύο τελευταίες εμπορικές περιόδους η εκτόξευση των τιμών των ελαιολάδων οδήγησε ένα σημαντικό τμήμα της κατανάλωσης ελαιολάδου, μεταξύ 30 και 40%, να «μεταναστεύσει» σε ανταγωνιστικά σπορέλαια ή και να περιορίσει τις διάφορες χρήσεις στη μαζική αλλά και στην οικιακή εστίαση. Το μεγάλο «στοίχημα» του ελαιολάδου είναι να επανακάμψει αυτή η κατανάλωση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Διαφορετικά η ανισορροπία με το πλεόνασμα της προσφοράς θα τείνει να πιέζει πτωτικά τις τιμές παραγωγού. Γι΄ αυτό λοιπόν η αποκλιμάκωση των τιμών στα ράφια των αλυσίδων λιανικής, όπως και οι δράσεις προώθησης της κατανάλωσης είναι ζωτικής σημασίας για την ισορροπία όλου του κλάδου και προς το συμφέρον και των ελαιοπαραγωγών.
Το ελαιόλαδο αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1,5% της παγκόσμιας παραγωγής και κατανάλωσης ελαίων και λιπών. Ως εκ τούτου, η συνεργασία μεταξύ όλων των ελαιοπαραγωγικών χωρών, των εμπλεκομένων της αλυσίδας αξίας και των επιστημόνων είναι ζωτικής σημασίας.
Πηγή: Επιστημονική Εταιρεία Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε)