Στις αρχές του 20ού αιώνα, γύρω στα 1910, τρία από τα επτά παιδιά της οικογένειας Λουμίδη, ο Αντώνιος, ο Νικόλαος και ο Ιάσων, αφήνουν πίσω τη γενέτειρά τους, την Κάρυστο Ευβοίας, με στόχο ένα καλύτερο μέλλον.
Η πρώτη τους δουλειά στην Αθήνα, ήταν σε ένα από τα καφεκοπτεία της εποχής, όπου έμαθαν τα μυστικά του δυσεύρετου και πανάκριβου για εκείνα τα χρόνια καφέ, που πάντα όμως αποτελούσε ένα από τα πλέον αγαπημένα και απολαυστικά ροφήματα του Έλληνα.
Την εποχή εκείνη η επεξεργασία του καφέ γινόταν με πρωτόγονα μέσα, με αποτέλεσμα η παραγωγή της επιθυμητής ποιότητας να συνιστά άθλο. Ενδεικτικό των δυσκολιών της εποχής ήταν ότι το καφεκοπτείο στο οποίο εργάζονταν τα τρία αδέρφια, χρησιμοποιούσε για την παραγωγή του καφέ ένα χειροκίνητο μύλο που ζύγιζε 12 κιλά και λειτουργούσε με ξύλο και κάρβουνο. Ο δε καφές θα έπρεπε να καβουρδιστεί ομοιόμορφα, διότι μόνο τότε θα διατηρούσε σταθερό χρώμα και δεν θα έχανε τα πλούσια σε θρεπτική αξία συστατικά του.
Μέσα σε εκείνο το «πρωτόγονο» καφεκοπτείο απέκτησαν οι αδερφοί Λουμίδη την πολύτιμη πείρα, που αποτέλεσε το πολυτιμότερο εφόδιο στην κατοπινή πορεία τους στον χώρο του καφέ. Έτσι λοιπόν, το 1919 αποφασίζουν ότι έχει έρθει η ώρα να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά.
Το πρώτο τους κατάστημα γενικού εμπορίου – όπου εμπορεύονται κακάο, σοκολάτες, μέχρι κουβαρίστρες καζαμίες και κορδόνια για τον κορσέ – ανοίγει στον Πειραιά, στην οδό Ρετσίνας 12, όπου δουλεύουν ασταμάτητα και αναζητούν διάφορους τρόπους για να βελτιώσουν τα χαρμάνια τους. Οι προσπάθειές τους σύντομα θα ανταμειφθούν με την παρουσίαση του «Έτοιμου Καφέ Λουμίδη», του πρώτου τυποποιημένου αλεσμένου καφέ, που δεν θα αργούσε, χάρη στο δίκτυο των κατ’ οίκον διανομών με κάρα που υιοθέτησαν, να κατακτήσει τον Πειραιά.
Αυτό που δίνει μεγαλύτερη αξία στην φιλόδοξη προσπάθεια των τριών αδερφών ήταν ότι κατάφεραν να κάμψουν χρόνιες αντιλήψεις, καθώς οι καταναλωτές αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τον καφέ. Συγκεκριμένα, οι νοικοκυρές και οι καφετζήδες δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στην ποιότητα και την αγνότητα του συγκεκριμένου ροφήματος, προτιμώντας να επιστρατεύουν τηγάνια και κατσαρόλες για το ψήσιμο καθώς και το «γύφτικο μυλαράκι» για το άλεσμά του.
Το 1923, οι τρεις πρωτοπόροι επιχειρηματίες ανοίγουν ένα νέο καφεκοπτείο, πάλι στον Πειραιά, στην οδό Τσαμαδού 5.
Η φήμη τους σύντομα θα εκτοξευτεί στα ύψη, με τον καφέ τους να γίνεται γνωστός σε όλη την Ελλάδα. Για να αντιμετωπίσουν την τεράστια ζήτηση, μελετούν, οργανώνουν και εκσυγχρονίζουν τον παραγωγικό ιστό της εταιρείας τους, η οποία είναι η πρώτη που αποκτά μικρούς πέτρινους μύλους για το άλεσμα του καφέ.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1928, ανοίγει στην Αθήνα το κατάστημα των Χαυτείων, ακριβώς στη θέση όπου παλαιότερα βρισκόταν το ιστορικό καφενείο του Χαύτα, από τα πρώτα της Αθήνας και από το οποίο πήρε το όνομά της η περιοχή.
Η επέκταση θα συνεχιστεί με το κατάστημα της Θεσσαλονίκης καθώς και με πρατήρια σε άλλες περιοχές της χώρας.
Εν τω μεταξύ, το έργο των αδερφών Λουμίδη θα αναγνωριστεί και στο εξωτερικό, όπου αποσπούν διακρίσεις στις διεθνείς εκθέσεις της Μπολόνιας και της Νίκαιας.
Το 1938, εγκαινιάζεται το πέμπτο κατάστημα, το γνωστό στον κόσμο της διανόησης με την επωνυμία «Πατάρι», στην οδό Σταδίου 38, δίπλα στο παλαιό βιβλιοπωλείο της Εστίας. Εκεί θα συχνάσουν γνωστά ονόματα της τέχνης και των γραμμάτων, συγγραφείς, ηθοποιοί και δημοσιογράφοι, όπως ο Ελύτης, ο Χατζηδάκης, ο Φωτόπουλος, ο Ηλιόπουλος κ.ά.
Δυστυχώς, το ιστορικό αυτό στέκι θα παράκμαζε την εποχή της δικτατορίας και, όπως πολλά ιστορικά κτίρια της Αθήνας, δεν θα γλύτωνε την κατεδάφιση.
Τα τρία αδέρφια, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τις απομιμήσεις αλλά και τους ανταγωνιστές που ‘’ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια’’, υιοθετούν το σλόγκαν που θα άφηνε εποχή, το «έκαστος εις το είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες», καθώς και το πιο επιτυχημένο εμπορικό σήμα στην ιστορία της ελληνικής διαφήμισης: τον παπαγάλο (εμπνεόμενοι από μία διαφήμιση ξένης εταιρείας χρωμάτων), το πτηνό που αρέσκεται στους καρπούς του καφέ. Αφ εξής οι μερακλήδες καταναλωτές θα ζητούν «τον καφέ με το πουλί».
Ακολουθώντας τη συμβουλή της μητέρας τους «αξεχώριστοι στη δουλειά, αντρόπιαστοι στην κοινωνία, αγαπημένοι», δουλεύουν σκληρά, υιοθετώντας πρωτόγνωρες μεθόδους μάρκετινγκ και δημοσίων σχέσεων. Δεν πουλάνε απλώς, αλλά δημιουργούν σχέσεις, πιάνοντας κουβέντα με τους πελάτες τους, τους μπακάληδες της εποχής, αλλά και αναλαμβάνοντας «κουμπαριές» (μόνο ο Ιάσωνας Λουμίδης είχε κάνει 100 «κουμπαριές»). Στο δρόμο που πήγαιναν με το φορτηγάκι είχαν στο καρότσι έναν κουβά ασβέστη και πινέλο, με τα οποία έβαφαν άσπρο κάθε ξερότοιχο που έβλεπαν, αναγράφοντας «πίνετε καφέ Λουμίδη».
Διατηρούν καλές σχέσεις και με τους υπαλλήλους τους, όπου η έννοια συνδικαλισμός υπήρξε άγνωστη λέξη, ενώ αναλαμβάνουν χορηγοί των ετήσιων διαγωνισμών ομορφιάς ανταμοίβοντας τις νικήτριες με 50-60 κιλά σοκολάτας Λουμίδη, όσο και το βάρος τους.
Στη δεκαετία του ’70, ο Καφές Λουμίδη, έχοντας ήδη κατακτήσει την ελληνική αγορά, σαλπάρει για το εξωτερικό με πρώτους σταθμούς την Ευρώπη και την Αμερική. Όμως, η επιτυχημένη πορεία θα ανακοπεί τη δεκαετία του ’80, μια ομολογουμένως δύσκολη εποχή για την εταιρεία που – λόγω της σφοδρής έντασης του εισαγόμενου ανταγωνισμού, της επιβολής ανώτατης τιμής πώλησης στον καφέ και της ίδρυσης κρατικής προμηθευτικής εταιρείας που αναλαμβάνει τις εισαγωγές καφέ- βλέπει πωλήσεις και κέρδη να μειώνονται.
Έχει έρθει πια η ώρα, για τη δεύτερη γενιά Λουμίδη, που απαρτίζεται από πέντε καταρτισμένα (με πανεπιστημιακή μόρφωση) και «εκπαιδευμένα», καθώς έχουν ήδη περάσει από όλα τα στάδια της παραγωγής (από τις διανομές μέχρι το λογιστήριο), αγόρια (ακολουθώντας πιστά την συμβολή του πατέρα τους, οι κόρες – και κατ’ επέκτασιν οι γαμπροί – έπρεπε να μείνουν μακριά από τη δουλειά), της αναζήτησης ενός στρατηγικού εταίρου και αυτός δεν είναι άλλος από τον κολοσσό Nestle, ο οποίος θα οδηγήσει την ιστορική επωνυμία σε ασφαλή μονοπάτια.
Ωστόσο, τα Καφεκοπτεία Λουμίδη, που αποτελείτο από δύο καταστήματα σε Αθήνα και Πειραιά, τα οποία αποτελούν ξεχωριστή εταιρεία, παραμένουν στην οικογένεια, υπό την καθοδήγηση της τρίτης πλέον γενιάς Λουμίδη.