Τα μέτρα που πρόκειται να εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ βρίσκονται κάτω από το μικροσκόπιο των Βρυξελλών που εξετάζουν αν είναι “συμβατά” με την οροφή της αύξησης των δαπανών κατά περίπου 3 δισ. ευρώ το 2025.
Τα πιο σημαντικά από τα μέτρα που βρίσκονται σε φάση διαπραγμάτευσης, είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τον επόμενο χρόνο αντί για 0,5% που είναι προγραμματισμένο, κατά 1%, καθώς επίσης και το να θεσπιστούν μέτρα φορολογικής και μη φύσεως για τη στήριξη των οικογενειών.
Στην ουσία τα στελέχη του ΥΠΕΘΟ προσπαθούν να πείσουν την επιτροπή ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος θα ξεπεράσει κατά πολύ τον στόχο του 2,1% του ΑΕΠ αφήνοντας ένα υπερπλεόνασμα της τάξεως του 0,5% του ΑΕΠ δηλαδή περίπου 1,2 δισ. ευρώ. Από την υπεραπόδοση αυτή η Αθήνα ζητά ένα μέρος της τάξης των 500 έως και 700 εκατ. ευρώ για μέτρα στήριξης “αυξάνοντας” ισόποσα και την οροφή αύξησης των δαπανών κατά 3% όπως επιβάλει η Κομισιόν.
Το επιχείρημα της Αθήνας είναι ότι η υπεραπόδοση των εσόδων κατά 1,2 δισ. που υπολογίζεται με συντηρητικές προβλέψεις ότι θα είναι η υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων να μπορεί να μειώσει το χρέος κατά επιπλέον 0,5% του ΑΕΠ αλλά μόνο για ένα χρόνο.
Περιθώριο μόνο 300 εκατ. ευρώ
Προς το παρόν το δημοσιονομικό περιθώριο για νέες παρεμβάσεις περιορίζεται περίπου στα 300 εκατ. ευρώ. Ως γνωστό, υπάρχουν ως υποχρεώσεις η αύξηση των συντάξεων κατά 2-3% με κόστος 450 εκατ. ευρώ η απονομή επιπλέον 30.000 μη προγραμματισμένων συντάξεων με κόστος περίπου 400 εκατ. ευρώ. Επίσης, ο υπουργός οικονομικών κ. Κωστής Χατζηδάκης έχει προαναγγείλει από τον Απρίλιο μέτρα ύψους 880 εκατ. ευρώ (στα οποία περιλαμβάνονται οι αυξήσεις των συντάξεων).
Το πρόβλημα είναι ότι στις υποχρεώσεις της επόμενης χρονιάς και η παραλαβή της πρώτης φρεγάτας Belhara από το πολεμικό ναυτικό γεγονός που ανεβάζει το ύψος των αμυντικών κατά 1 δισ. ευρώ από χρόνο σε χρόνο. Με αυτά τα δεδομένα, από τα 3 δισ. ευρώ που έχει περιθώριο να αυξήσει το υπουργείο οικονομικών τα 2,7 δισ. έχουν “δεσμευτεί” σε ανελαστικές δαπάνες. Συνεπώς, οι νέες παρεμβάσεις μόνο 300 εκατ. ευρώ τα οποία δεν επαρκούν για την κάλυψη όλων των μέτρων που έχουν σχεδιαστεί.
Στην ουσία το οικονομικό επιτελείο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός παρότι οι στόχοι για την αύξηση των δαπανών τίθενται σε ετήσια βάση εξετάζονται σωρευτικά για το σύνολο της τετραετίας 2025-2028 για το οποίο τώρα συμφωνούνται οι δημοσιονομικοί στόχοι. Αυτό σημαίνει ότι αν ένα έτος του προγράμματος (εν προκειμένω το 2024) υπάρξει ασφαλές πλεόνασμα εσόδων μπορεί να μεταφερθεί στο επόμενο ή κάποιο από τα επόμενα για την υλοποίηση φορολογικών μέτρων, χωρίς να κινδυνεύει η οροφή των δαπανών.