Η ηλεκτρική ενέργεια που εντοπίζεται πως έχει κλαπεί θα χρεώνεται στο διπλάσιο από την τρέχουσα τιμή της αγοράς, σύμφωνα με νέους κανονισμούς. Όσοι εντοπίζονται να έχουν κλέψει ρεύμα θα πληρώνουν αναδρομικά από την έναρξη της κλοπής, καλύπτοντας και τα κόστη για τον εντοπισμό της (εργατικά, ανταλλακτικά κλπ.).
Αυτή είναι η πρόταση του ΔΕΔΔΗΕ προς τη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων, με αφορμή την αύξηση των κρουσμάτων κλοπής ρεύματος και το γεγονός ότι η τρέχουσα ποινή είναι πλέον χαμηλότερη από την αγορά. Ο ΔΕΔΔΗΕ επισημαίνει ότι το ποσό που πληρώνει ένας κλέφτης ρεύματος είναι μικρότερο από αυτό που καταβάλλει ένας συνεπής καταναλωτής, με αποτέλεσμα το ισχύον σύστημα να μην λειτουργεί αποτρεπτικά.
Η πρόταση περιλαμβάνει μεθοδολογία καθορισμού της τιμής της κλεμμένης ενέργειας, λαμβάνοντας υπόψη τα τρέχοντα τιμολόγια, καθώς και πρόσθετες χρεώσεις (ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ, δίκτυα). Η τιμή θα διπλασιάζεται σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από τους δικαιούχους του Κοινωνικού Τιμολογίου, για τους οποίους η προσαύξηση θα είναι 50%. Ενδεικτικά, για το πρώτο εξάμηνο του 2024, η κλεμμένη ενέργεια θα κοστίζει από 464 έως 520 ευρώ ανά μεγαβατώρα για οικιακούς και επαγγελματικούς καταναλωτές και από 145 έως 280 ευρώ για τους δικαιούχους ΚΟΤ.
Οι οφειλές από ρευματοκλοπή προτείνεται να ρυθμίζονται ως εξής: μέχρι 600 ευρώ εφάπαξ, 601-1.200 ευρώ σε δύο δόσεις, 1.201-2.400 ευρώ σε έως τέσσερις δόσεις, 2.401-4.800 ευρώ σε έως οκτώ δόσεις, και άνω των 4.800 ευρώ σε έως δώδεκα δόσεις. Στα ποσά θα προστίθενται και τα διοικητικά κόστη, που κυμαίνονται από 294 έως 365 ευρώ, καθώς και το κόστος αντικατάστασης του μετρητή όπου χρειάζεται, από 66 έως 250 ευρώ για “έξυπνους” μετρητές.
Επιπλέον, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι οικιακές ρευματοκλοπές αντιστοιχούν στο 54,7% του συνόλου για την περίοδο 2018-2023, ενώ οι εμπορικές αντιστοιχούν στο 86,7% των μη οικιακών ρευματοκλοπών την ίδια περίοδο.