Η χθεσινή αύξηση των επιτοκίων του ευρώ κατά 0,75% -τα οποία πλέον περνούν μεν μετά από 12 χρόνια σε θετικό έδαφος, αλλά όπως είπε χθες επικεφαλής της ΕΚΤ “απέχουν ακόμη πολύ από το ανώτατο δυνατό επίπεδο τους”- αποτελεί μια ακόμη σοβαρή απειλή για την ανάπτυξη του 2023.
Για παράδειγμα, 2 χρόνια μετά την έναρξη της ανάκαμψης της αγοράς κατοικίας, τα νέα στεγαστικά δάνεια θα γίνουν πιο δύσκολα, αφού θα ζητούν μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιώτη στην τιμή αγοράς της νέας κατοικίας, αλλά και πιο ακριβά.
Τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, θα αποπληρώνονται σε όλο και υψηλότερες δόσεις, οι οποίες θα αναδιαμορφώνονται ίσως κάθε μήνα, ανάλογα με τα επιτόκια της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο, εγκυμονεί κίνδυνο για νέα κόκκινα δάνεια. Το ίδιο θα συμβεί και με τις πιστωτικές κάρτες, οι οποίες ενσωματώνουν αυτόματα τις αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ.
Οι επιχειρήσεις
Στο πεδίο των επιχειρήσεων, το πρώτο χτύπημα θα δεχθεί η μέχρι πρότινος αναπτυσσόμενη αγορά εταιρικών ομολόγων, η οποία τα προηγούμενα τρία χρόνια είχε αποτελέσει φθηνό εναλλακτικό τρόπο δανεισμού για τις επιχειρήσεις. Τούτο βέβαια για όσες είχαν το μέγεθος και την δυνατότητα, να έχουν rating από κάποιον οίκο αξιολόγησης.
Σε ένα βαθμό, η άνοδος των επιτοκίων αναμένεται να επηρεάσει και τις ιδιωτικές επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Τούτο διότι, εκτός από την μικρή αύξηση που θα έχει το επιτόκιο του δανείου από το ΤΑΑ που θα καλύπτει από το 35 έως και το 50% του προϋπολογισμού της επένδυσης, ο ιδιώτης επενδυτής θα πρέπει να αντιμετωπίσει και την μεγαλύτερη αύξηση του κόστους για το δάνειο με το οποίο θα καλύψει το 30% του προϋπολογισμού της επένδυσης, το οποίο θα πρέπει να συναφθεί με εμπορική τράπεζα.
Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψιν τελευταίες εκτιμήσεις της Goldman Sachs, σύμφωνα με τις οποίες τα επιτόκια του ευρώ αναμένεται να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν το 3,5% μέχρι και το τέλος του 2023, μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος ειδικά για την Ελλάδα .
Η προσδοκία της επενδυτικής βαθμίδας
Το μοναδικό αντίβαρο στην διαδοχική αύξηση των επιτοκίων για την Ελλάδα, θα είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Με την αναβάθμιση του δημοσίου στην βαθμίδα ΒΒΒ-, τα επιτόκια δανεισμού που σήμερα βρίσκονται πάνω από το 4%, αναμένεται να υποχωρήσουν από 0,5% έως και 1%, ανάλογα με την συγκυρία.
Μετά την αναβάθμιση του δημοσίου, θα ακολουθήσει και η αναβάθμιση των εμπορικών τραπεζών. Αυτό, θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του κόστους του δικού τους δανεισμού και στην συνέχεια και του δανεισμού των πελατών τους.
Σε ότι αφορά το δανεισμό του δημοσίου, η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη. Το δυνητικό κόστος δανεισμού αυξάνεται, αλλά η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλές ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες και 39 δισ. διαθέσιμα, τα οποία μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες μέχρι και το τέλος του 2024. Συνεπώς, θα μπορεί να επιλέγει και το χρόνο αλλά και το ποσό που χρειάζεται να δανειστεί, χωρίς να επιβαρύνει πολύ το κόστος εξυπηρέτησης τους χρέους της.