Ο διεθνής οίκος Fitch προχώρησε σε αναβάθμιση της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, κατά μία βαθμίδα, σε ΒΒ από ΒΒ- προηγουμένως, με θετικό outlook, επιβεβαιώνοντας -και με το παραπάνω- τις προσδοκίες της αγοράς. Η αναβάθμιση της Ελλάδας την φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.
Σύμφωνα με την αναφορά του οίκου αξιολόγησης, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους συνεχίζει να βελτιώνεται, ενισχυόμενη από το σταθερό πολιτικό πλαίσιο, τη διατηρήσιμη αύξηση του ΑΕΠ και το ιστορικό δημοσιονομικής υπεραπόδοσης σε σχέση με τους στόχους.
Ο Fitch εκτιμά ότι θα υπάρξει συμφωνία με τους θεσμούς για τους στόχους των πλεονασμάτων. Οι αναλυτές έχουν εκτιμήσει πως η Ελλάδα θα δεχτεί αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις από τους οίκους φέτος, και η αγορά ανέμενε ευρέως αναβάθμιση των προοπτικών της από τον Fitch, ωστόσο η αναβάθμιση της αξιολόγησης αποτελεί ένα ακόμα πιο «καλό νέο» για τα ελληνικά assets, αλλά και για την πορεία τους προς την επενδυτική βαθμίδα.
Όπως ανέφερε και η Citi σε σημείωμά της, ο Fitch είχε διαμηνύσει ότι η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί, εάν σημειωθούν τα εξής: μείωση του χρέους, διατηρήσιμη ανάπτυξη, δημοσιονομική πειθαρχία και καλές σχέσεις με τους πιστωτές και μείωση του τραπεζικού κινδύνου για το κράτος.
Δεδομένη η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα
Οι αναλυτές του οίκου Fitch θεωρούν δεδομένο ότι η ελληνική κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα συμφωνήσουν να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2021 και μετά, καθώς και ότι η κυβέρνηση θα διατηρήσει την εποικοδομητική σχέση με τους πιστωτές, με αποτέλεσμα τη μείωση του κινδύνου συγκρούσεων που προκάλεσε οικονομική αστάθεια στο παρελθόν. Δεδομένο θεωρούν επίσης ότι «το μεγάλο μαξιλάρι διαθεσίμων δεν θα μειωθεί», προσθέτοντας πως η χρήση του θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο αξιοσημείωτη μείωση του δημοσίου χρέους σε σχέση με το βασικό σενάριο του Fitch.
Στο σενάριο αυτό προβλέπεται ότι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα αποκλιμακωθεί από το 181,2% του ΑΕΠ το 2018 στο 161% έως το 2021. Ο οίκος τονίζει ότι, μολονότι το χρέος θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένη χρονική περίοδο, υπάρχουν παράγοντες που μετριάζουν την παράμετρο αυτή και υποστηρίζουν τη βιωσιμότητά του. Ειδικότερα, τα κόστη εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλά, 94% του χρέους έχει «κλειδώσει» σε σταθερό επιτόκιο και άρα ο κίνδυνος από επιτοκιακά σοκ είναι μικρός, ενώ η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους (21 έτη) είναι μία από τις μεγαλύτερες σε όλα τα κράτη που αξιολογεί ο Fitch. Οι πληρωμές τόκων αντιστοιχούν στο 6,2% των εσόδων και είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο των κρατών με αξιολόγηση στις βαθμίδες «ΒΒ» και «ΒΒΒ» (7,8 και 7,1% αντιστοίχως). Το ονομαστικό πραγματικό επιτόκιο του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ πιο κάτω από εκείνο των περισσότερων ομολόγων της στην ευρωζώνη και επιπλέον η Ελλάδα εδραίωσε την παρουσία της στις διεθνείς αγορές το 2019 και αυτό βελτιώνει τη χρηματοδοτική ευελιξία της.
Τι οδήγησε στην αναβάθμιση
Οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας από τον οίκο Fitch ήταν, σύμφωνα με τους αναλυτές του, οι εξής:
– Η βιωσιμότητα του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης εξακολουθεί να βελτιώνεται, υποστηριζόμενη από ένα σταθερό πολιτικό σκηνικό, βιώσιμη αύξηση του ΑΕΠ και συνεχιζόμενο ιστορικό δημοσιονομικής υπεραπόδοσης έναντι των στόχων. Οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν τις βελτιωμένες προοπτικές πολιτικής σταθερότητας και εφαρμογής πολιτικών μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου και την ισχυρότερη πεποίθηση ότι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα μειωθεί με σταθερό ρυθμό.
– Η ελληνική κυβέρνηση, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έχει σημειώσει ταχεία πρόοδο στη μείωση φορολογικών συντελεστών στην εργασία και το κεφάλαιο και στην έναρξη της αντιμετώπισης των θεμάτων που σχετίζονται με την ποιότητα ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Επιπλέον καταβάλλει προσπάθειες να δώσει νέα ώθηση στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Κατά την άποψή μας (αναφέρουν οι αναλυτές του οίκου Fitch), οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν τις μακροοικονομκές προοπτικές της Ελλάδας και την πεποίθηση ότι η σχέση με τους Ευρωπαίους πιστωτές θα παραμείνει εποικοδομητική. Επί του παρόντος-επισημαίνουν- η εκτίμησή μας για την τάση της αύξησης του ΑΕΠ διατηρείται στο 1,2%, αλλά απτή πρόοδος στην ατζέντα πολιτικών της κυβέρνησης (η οποία στοχεύει στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων) θα μπορούσε να δώσει πρόσθετη ώθηση στη βελτίωση της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης.
– Έχουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι η δημοσιονομική στάση θα παραμείνει προσεκτική. Αναμένουμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης της Ελλάδας έφθασε το 4% του ΑΕΠ το 2019, πάνω από τον στόχο του 3,5%. Αυτός είναι ο τέταρτος συνεχόμενος χρόνος που η Ελλάδα υπεραποδίδει έναντι των συμφωνημένων στόχων με τους Ευρωπαίους πιστωτές. Αναμένουμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα μειωθεί στο 3,5% και 2,5% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021. Η κυβέρνηση σκοπεύει να επαναδιαπραγματευτεί τον δημοσιονομικό στόχο από το 2021 και μετά ως τμήμα μιας συμφωνημένης διαδικασίας με τους Ευρωπαίους θεσμούς, η οποία θα λάβει υπόψη τις δημοσιονομικές και αναπτυξιακές επιδόσεις και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Μια μείωση του στόχου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική ώθηση στην οικονομία».Όλα τα παραπάνω, σημειώνει, φαίνεται να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση υπό την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και έτσι η Fitch είχε «λόγους» να αλλάξει τις προοπτικές της χώρας σε θετικές.