Οι επικείμενες αυξήσεις τιμών στα κόστη παραγωγής των ελληνικών επιχειρήσεων κρατάνε σε χαμηλές πτήσεις το ηθικό της Ελληνικής οικογένειας.
Ο φετινός χειμώνας θα είναι ένας επίσης δύσκολος χειμώνας αφού οι εγχώριες επιχειρήσεις για τους επόμενους 12 μήνες σχεδιάζουν νέες αυξήσεις τιμών.
Οι εξελίξεις έρχονται σε μία συγκυρία ήδη υψηλών τιμών, όπου η πορεία της οικονομίας, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, βρίσκεται στις πρώτες θέσεις ανησυχιών για τους πολίτες.
Στην Ελλάδα παρατηρείται ότι το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της ευρωζώνης και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν.
Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη στο μπλοκ.
Τα «επιδόματα» δεν αποτελούν επιλογή, σύμφωνα με τις μελέτης, για τους εργαζομένους και η πρόσθετη ακρίβεια βγάζει εκ νέου στο προσκήνιο τη μάχη για τις αυξήσεις των αποδοχών.
Το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε σε 16.000 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15,4 χιλ.) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: €15,0 χιλ.). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21,0 χιλ.), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους.
Οι ανοδικές τάσεις στις διεθνείς τιμές, και ειδικά στα εμπορεύματα, προμηνύουν μία πρόσθετη ακρίβεια και οι επιπτώσεις αποτυπώνονται έντονα στους μισθούς.
Σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΕ το 90% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δηλώνει ότι έχει μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών διατροφής. Την ίδια στιγμή, το 65% αναφέρει ότι δεν έχει λάβει κάποια αύξηση στο μισθό του, ενώ το 25% ότι εργάζεται παραπάνω από το κανονικό ωράριό του -και εξ αυτών το 48% ότι δεν αμείβεται για αυτό.
Η αγωνία για την κατανάλωση και τις εξαγωγές είναι διάχυτη όπου το χαμηλό επίπεδο των διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων αναδεικνύεται από το γεγονός ότι το 30% δηλώνει ότι δεν διαθέτει αποταμιεύσεις. Παράλληλα, ένα 37% αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις του, για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες αγοράς βασικών αγαθών.
Ως προς το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου, το 43% δηλώνει ότι είναι η αύξηση των μισθών, το 33% η μείωση του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης, το 24% ο έλεγχος τιμών. Η επιλογή «επιδόματα» δεν επιλέχθηκε από κανέναν ερωτώμενο (0%).
α