Πριν από την έλευση της ηλεκτρικής τοστιέρας, στις αρχές του 20ου αιώνα το ψωμί φρυγανιζόταν σε ανοιχτή φωτιά με τη βοήθεια διαφόρων απλών εργαλείων. Το φρυγάνισμα του ψωμιού δεν το συντηρεί απλώς, φυσικά, αλλάζει τη φύση του – το ψωμί γίνεται πιο γλυκό, πιο τραγανό και η τέλεια επιφάνεια πάνω στην οποία μπορούν να απλωθούν όλων των ειδών οι αλοιφές.
Γεννημένος στη Μινεάπολη της Μινεσότα, ο Charles P. Strite ήταν εργάτης σε εργοστάσιο πολεμικού υλικού της Μινεσότα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1919, αφού παρατήρησε ότι μεγάλο μέρος του ψημένου ψωμιού που σερβιριζόταν στην καφετέρια καιγόταν, άρχισε να εργάζεται πάνω σε μια μηχανή που θα έψηνε το ψωμί αυτόματα και θα σταματούσε τη θέρμανση όταν το τοστ ήταν έτοιμο, χωρίς να απαιτείται ανθρώπινη παρέμβαση.
Πώς έφερε την επανάσταση
Οι πρώτες ηλεκτρικές τοστιέρες άρχισαν να εμφανίζονται αφού ο ηλεκτρισμός μπήκε στο μέσο αμερικανικό νοικοκυριό στα τέλη της δεκαετίας του 1800. Σύντομα ακολούθησαν πολλές εκδόσεις από ανθρώπους και εταιρείες που προσπαθούσαν να βελτιώσουν την ιδέα, συμπεριλαμβανομένης της General Electric, η οποία ανέπτυξε την πρώτη εμπορικά επιτυχημένη τοστιέρα, την D-12, το 1909. Ακόμα και αυτή η τοστιέρα είχε, ωστόσο, τα μειονεκτήματά της. Φρυγάνιζε το ψωμί από τη μία πλευρά κάθε φορά και έπρεπε να το παρακολουθεί κανείς συνεχώς για να είναι σίγουρος ότι δεν θα υπερθερμαινόταν.
Η έκδοση του Strite χρησιμοποιούσε θερμαντικά στοιχεία που μπορούσαν να φρυγανίζουν και τις δύο πλευρές μιας φέτας ψωμιού ταυτόχρονα. Περιελάμβανε επίσης έναν χρονοδιακόπτη που απενεργοποιούσε το ηλεκτρικό ρεύμα και ένα ελατήριο που έβγαζε, ή «πετούσε», το ψωμί όταν το ηλεκτρικό ρεύμα έκλεινε. Έλαβε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας των ΗΠΑ αριθ. 1.394.450 για τη συσκευή του, η οποία έγινε γνωστή ως «τοστμάστερ», σαν σήμερα, στις 19 Μαΐου, 1919.