Ήταν σαν σήμερα, στις 26 Ιουνίου 1974, που σε ένα σούπερ μάρκετ του Οχάιο, ένα πακετάκι τσίχλες Wrigley’s Juicy Fruit γίνονται το πρώτο προϊόν που σκανάρεται με τη βοήθεια του Universal Product Code (UPC) ή αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως barcode.
Το barcode, αποτέλεσμα επιστημονικών πειραματισμών που κράτησαν χρόνια, επεκτάθηκε πέραν των σούπερ μάρκετ και έγινε απαραίτητο εργαλείο του σύγχρονου εμπορίου. Σήμερα, δισεκατομμύρια barcodes σκανάρονται καθημερινά.
Η πρώτη εκδοχή του σχεδιάστηκε από τον εφευρέτη Joe Woodland, πάνω στην άμμο του Miami Beach, το 1949. Ο μηχανικός της IBM σχεδίασε ένα μοτίβο από χοντρές και λεπτές γραμμές σε ομόκεντρους κύκλους, το οποίο μπορούσε να «διαβαστεί» από ένα σκάνερ από όλες τις γωνίες.
Ο Woodland εμπνεύστηκε από τον κώδικα Μορς, αλλά αντί για τελείες και παύλες, το barcode μετέδιδε πληροφορίες μέσω λεπτών και χοντρών γραμμών.
Ο εφευρέτης κατέθεσε την αίτησή του για να κατοχυρώσει την δημιουργία του το 1949 και εξασφάλισε την πατέντα το 1952.
Όμως, χρειάστηκαν δύο δεκαετίες για να μεταφραστεί η ιδέα του σε ένα λειτουργικό σύστημα barcodes. Και αυτό γιατί το 1949 δεν υπήρχε κανένας πρακτικός τρόπος για να «διαβάσει» κανείς το barcode. Η εφεύρεση του λέιζερ το 1960 δημιούργησε νέες δυνατότητες για την τεχνολογία σκαναρίσματος. Και την ίδια στιγμή, οι υπολογιστές έγιναν μικρότεροι και πιο προσιτοί.
Τα σκάνερ που διαβάζουν barcodes εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις τεχνολογικές προόδους για να «διαβάζουν» την ασπρόμαυρη εικόνα ενός barcode και να στέλνουν πληροφορίες για το προϊόν πίσω στο ταμείο.
Τελικά, το στρογγυλό barcode αποδείχθηκε κάπως δύσχρηστο και έτσι ένας άλλος μηχανικός της IBM, ο George Laurer, το ξανασχεδίασε με το σχήμα που όλοι ξέρουμε σήμερα, ένα παραλληλόγραμμο από ρίγες με μία σειρά από 12 ψηφία.
Το barcode και ο… Αντίχρηστος!
Παρά την ευκολία που έφεραν, τα barcodes δεν ήταν ευπρόσδεκτα από όλους τους καταναλωτές.
Κάποιοι θεώρησαν ότι οι γραμμές και οι αριθμοί αποτελούσαν το «χάραγμα του θηρίου» για το οποίο μιλά το Βιβλίο της Αποκάλυψης, περιγράφοντας ένα θηρίο που θα αναδυθεί από τη γη, θα βρέξει φωτιά από τους ουρανούς και θα αφήσει το σημάδι του στην ανθρωπότητα – ένα σημάδι που χρησιμοποιείται για αγορές και πωλήσεις.
«Κάνει όλους, μικρούς και μεγάλους, πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και σκλάβους, να λάβουν ένα σημάδι στο δεξί τους χέρι ή στο μέτωπό τους, και να μην μπορεί κανείς να αγοράσει ή να πουλήσει εκτός από αυτόν που έχει το σήμα ή το όνομα του θηρίου, ή τον αριθμό του ονόματός του», αναφέρεται στο 13ο κεφάλαιο. «Όποιος καταλαβαίνει ας υπολογίσει τον αριθμό του θηρίου, γιατί είναι ο αριθμός ενός ανθρώπου: ο αριθμός του είναι 666».
Και παρότι τα barcodes γράφτηκαν πάνω σε κουτάκια αναψυκτικού και όχι σε χέρια ή μέτωπα, η έλευσή τους στα σούπερ μάρκετ προκάλεσε διαμαρτυρίες.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο αστικός θρύλος ότι ο αριθμός 666 κρύβεται σε κάθε barcode εξαπλώθηκε.
Ο George Laurer, που σχεδίασε το barcode όπως το ξέρουμε σήμερα, πάνω στην αρχική ιδέα του Woodland, έλαβε κάποτε μια συστημένη επιστολή από κάποιον που ισχυριζόταν ότι είναι ο Σατανάς και τον ρωτούσε πώς ένιωθε που εκτελούσε τις εντολές του.