Σαν σήμερα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1929, η Margarine Unie και η Lever Brothers υπογράφουν συμφωνία για τη δημιουργία της Unilever. Οι επιχειρήσεις αρχικά επιδιώκουν να διαπραγματευτούν μια συμφωνία για να μείνουν μακριά η μία από τα κύρια συμφέροντα της άλλης, την παραγωγή σαπουνιού και μαργαρίνης, αλλά τελικά αποφασίζουν τη συγχώνευση.
Της Πέπης Οικονομάκη
Η Margarine Unie ήταν μια συγχώνευση μεταξύ δύο αντίπαλων ολλανδικών εργοστασίων μαργαρίνης, της Jurgens και της Van Der Bergh. Οι δύο εταιρείες ιδρύθηκαν το 1872 και το 1888, αντίστοιχα. Το 1927, συγχωνεύτηκαν με σκοπό τον επιμερισμό των κερδών και την απόκτηση μεγαλύτερου ποσοστού μεριδίου αγοράς στην αγορά μαργαρίνης.
Το 1885, οι αδελφοί William Hesketh Lever και James Darcy Lever ίδρυσαν την Lever Brothers. Η εταιρεία τους κατασκεύαζε το πρώτο μαζικά παραγόμενο, συσκευασμένο σαπούνι πλυντηρίου: το Sunlight Soap.
Η καινοτόμος διαδικασία παρασκευής σαπουνιού της Lever Brothers έκανε την καθαριότητα και την υγιεινή προσιτές τόσο για τη μεσαία όσο και για την κατώτερη τάξη.
Αν και με διαφορετικά προϊόντα, η Margarine Unie και η Lever Brothers είχαν ένα κοινό συστατικό: το ζωικό λίπος. Το όνομα Unilever προέκυψε από το συνδυασμό του «Uni» από το «Margarine Unie» και του «Lever» από το «Lever Brothers».
Η Unilever περιγράφεται από τον Economist ως «μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές συγχωνεύσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία» και ιδρύεται επίσημα την 1η Ιανουαρίου 1930. Ωστόσο, τη χρονιά αυτή η Procter & Gamble εισέρχεται και αυτή στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, αποτελώντας έναν από τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές της Unilever.
Μετά από εκστρατεία για τη βελτίωση των αντιλήψεων του κοινού για τη μαργαρίνη και την ανάπτυξη εμπορικών σημάτων εμπλουτισμένων με βιταμίνες, όπως το Stork στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Blue Band στις Κάτω Χώρες, οι πωλήσεις μαργαρίνης αυξάνονται σε υψηλά επίπεδα.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Unilever διαλύεται ουσιαστικά, με τις επιχειρήσεις της στα κατεχόμενα από τη Γερμανία και την Ιαπωνία εδάφη να είναι αποκομμένες από το Λονδίνο και το Ρότερνταμ. Αυτό οδηγεί στην ανάπτυξη μιας εταιρικής δομής στην οποία οι τοπικές επιχειρήσεις της Unilever ενεργούν με υψηλό επίπεδο ανεξαρτησίας και επικεντρώνονται στις ανάγκες των τοπικών αγορών.
Το σαπούνι Lifebuoy παρέχει δωρεάν υπηρεσία πλύσης έκτακτης ανάγκης στους κατοίκους του Λονδίνου το 1941. Τα βαν της Lifebuoy, εξοπλισμένα με ζεστό νερό, σαπούνια και πετσέτες, επισκέπτονται τις βομβαρδισμένες περιοχές της πρωτεύουσας και προσφέρουν κινητές εγκαταστάσεις πλύσης.
Το 1943 η Unilever γίνεται ο πλειοψηφικός μέτοχος της Frosted Foods και των δικαιωμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου σε μια νέα μέθοδο συντήρησης τροφίμων στις μαζικές αγορές: τη βαθιά κατάψυξη. Χρόνια αργότερα, η κατάψυξη θα αποδειχθεί ένας από τους καλύτερους τρόπους για τη συντήρηση φρέσκων τροφίμων. Περίπου την ίδια περίοδο, η Unilever εξαγοράζει την Batchelors, η οποία ειδικεύεται σε λαχανικά και κονσέρβες.
Το 1946 τα προϊόντα Birds Eye προστίθενται στο χαρτοφυλάκιο τροφίμων της Unilever. Το Birds Eye λανσάρει τον πρώτο κατεψυγμένο αρακά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τη συγκεκριμένη περίοδο, το κρέας, τα ψάρια, το παγωτό και τα κονσερβοποιημένα προϊόντα αντιπροσωπεύουν μόνο το 9% του συνολικού τζίρου της Unilever.
Σήμερα, τα προϊόντα της εταιρείας περιλαμβάνουν τρόφιμα και ποτά (περίπου το 40% των εσόδων τους), προϊόντα καθαρισμού, προϊόντα ομορφιάς και προϊόντα προσωπικής φροντίδας. Είναι η έβδομη πιο πολύτιμη εταιρεία της Ευρώπης και διαθέτει τα προϊόντα της σε περίπου 190 χώρες.