Σαν σήμερα, στις 2 Μαΐου 2000, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, ανακοινώνει ότι η ακριβής πρόσβαση στο GPS δεν θα περιορίζεται πλέον στον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών. Κανείς ωστόσο δεν είχε καταλάβει μέχρι τότε πώς μία τόσο «μισητή» – εξαιτίας της ταύτισής της με τις πολεμικές επιχειρήσεις – τεχνολογία θα γινόταν αγαπητή και απολύτως απαραίτητη!
Το Παγκόσμιο Σύστημα Εντοπισμού – το γνωστό μας GPS (Global Positioning System) – έχει μετασχηματίσει την καθημερινή ζωή τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αλλά το επαναστατικό αυτό σύστημα αναπτυσσόταν για πολλά περισσότερα χρόνια πριν παρουσιαστεί δημοσίως.
Το GPS ανακαλύφθηκε το 1930!
Οι συσκευές πλοήγησης, τα γνωστά σε όλους μας GPS, έχουν αλλάξει οριστικά την εμπειρία της οδήγησης και έχουν διευκολύνει τη ζωή μας σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, δεν αποτελούν μια νέα εφεύρεση, καθώς τα πρώτα GPS κυκλοφόρησαν το 1930. Βέβαια, δεν χρησιμοποιούσαν δορυφορική τεχνολογία, αλλά χάρτινους… χάρτες.
Συγκεκριμένα, ο οδηγός το τοποθετούσε στο ταμπλό του αυτοκινήτου – όπως ακριβώς κάνουμε σήμερα – και εισήγαγε το χάρτη της αρεσκείας του. Ένα καλώδιο, το οποίο συνδεόταν με το σύστημα ταχυμέτρου, έλεγχε το ρυθμό κύλισης του χάρτη. Με λίγα λόγια, ο χάρτης κινούταν ανάλογα με τη ταχύτητα του αυτοκινήτου, έτσι ώστε να δείχνει πάντα το σωστό σημείο.
Σε περίπτωση όμως που απομακρυνόσασταν από τη διαδρομή σας, θα έπρεπε να εισάγετε ένα νέο χάρτη και να βρείτε μόνοι σας το ακριβές σημείο της τοποθεσίας σας.
Η εφεύρεση, η οποία ανακαλύφθηκε από την ιστοσελίδα Retronaut, εικάζεται ότι προέρχεται από την Ιταλία, καθώς μια εκ των φωτογραφιών δείχνει ένα χάρτη της Brandizzo, μια πόλη κοντά στο Τορίνο.
Είναι απίθανο το «Inter Avto» να αποτελούσε συσκευή μαζικής παραγωγής, καθώς εκείνη τη περίοδο το αυτοκίνητο ήταν προνόμιο μονάχα της άρχουσας τάξης.
Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις τεχνολογίας που άλλαξαν τον κόσμο, οι απαρχές του GPS ανάγονται στις μάχες και την κούρσα των εξοπλισμών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, αντί να εμφανιστεί αμέσως στην παγκόσμια σκηνή, το σύστημα – το οποίο χρησιμοποιεί δορυφόρους τοποθετημένους σε ολόκληρο τον κόσμο για τη γνωστοποίηση ακριβούς χρόνου και θέσης σε δεκάδες εκατομμύρια ταξιδιώτες και αμέτρητες επιχειρήσεις – πέρασε μέσα από μια μακρά περίοδο ανάπτυξης εντός της αμερικανικής στρατιωτικής γραφειοκρατίας, μακριά από την προσοχή του κόσμου.
Η κλίμακα των τελικών επιπτώσεων του συστήματος GPS αποδείχθηκε εκπληκτικά μεγάλη. Σήμερα, όχι μόνο μας βοηθά να φτάσουμε από το ένα σημείο στο άλλο, αλλά αλλάζει εν πολλοίς και τον τρόπο που βλέπουμε τον χρόνο και το χώρο.
Στις ΗΠΑ, οι διαφορετικές ανάγκες διαφόρων χρηστών μεταφράστηκαν σ’ ένα κατακερματισμένο σύστημα όπου διαφορετικά τμήματα των ενόπλων δυνάμεων χρησιμοποιούσαν διαφορετική τεχνολογία. Στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, πολλοί ειδικοί στο αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας υπέθεταν ότι αυτό το σύστημα θα απλοποιείτο σταδιακά.
Αυτό δεν συνέβη, εξηγεί ο William Rankin, καθηγητής ιστορίας της επιστήμης στο Γιέιλ και συγγραφέας του βιβλίου After the Map: Cartography, Navigation, and the Transformation of Territory in the Twentieth Century. Αντίθετα, τα στρατιωτικά συστήματα παρέμειναν διακριτά, ακόμα κι όταν οι ΗΠΑ εισήλθαν στην εποχή του Σπούτνικ και άρχισαν να εκτοξεύουν στο διάστημα τους δορυφόρους που τελικά θα καθιστούσαν δυνατό το GPS. Τελικά, το Υπουργείο Άμυνας προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εντελώς νέο σύστημα, «από πάνω προς τα κάτω», στη λογική του «να αναγκαστούν αυτά τα κακομαθημένα ‘παιδιά’ να παίξουν μαζί, μεταξύ τους», όπως το θέτει ο Rankin, κι αυτή η πρωτοβουλία οδήγησε τελικά στο σύγχρονο GPS το 1973.
Το GPS δημιουργήθηκε επίσημα ως το πρώτο πρότζεκτ ενός προγράμματος του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ που ονομάστηκε Joint Program Office. Το νέο πρόγραμμα GPS συνδύαζε στοιχεία δύο συστημάτων που βρίσκονταν ήδη υπό ανάπτυξη, το ένα από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ και το άλλο από το Πολεμικό Ναυτικό. Περιέργως, το σύστημα για χρόνια παρέμενε βαθιά αντιδημοφιλές σε ορισμένους κλάδους των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. «Όλοι το μισούσαν» λέει ο Rankin, ανατρέχοντας σε εκείνη την εποχή. «Δεν είχε ευρεία υποστήριξη την πρώτη δεκαετία της ύπαρξής του».
Το 1983, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Εκείνο το έτος, ένα σφάλμα με τα εσωτερικά συστήματα πλοήγησης οδήγησε στην κατάρριψη ενός αεροσκάφους των Κορεατικών Αερογραμμών στον εναέριο χώρο της Σοβιετικής Ένωσης και στον θάνατο όλων των επιβατών, συμπεριλαμβανομένου κι ενός μέλους του αμερικανικού Κογκρέσου. Μετά το ατύχημα, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ronald Reagan, δεσμεύτηκε δημοσίως να δημιουργηθεί ένα σύστημα GPS που θα χρησιμοποιείτο τόσο από τους στρατιωτικούς όσο και από τους πολίτες, ως ένα δίχτυ ασφαλείας για την πλοήγηση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το σύστημα κέρδισε σε αξιοπιστία, αφού έπαιξε κομβικό ρόλο στον πρώτο Πόλεμο του Περσικού Κόλπου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έτυχε εν τέλει και εμπορικής εκμετάλλευσης, σε κλάδους όπως η ναυτιλία, για την εξασφάλιση ακριβέστερης πλοήγησης.
Όμως, το πραγματικό άλμα ώστε το GPS να βρεθεί παντού ήρθε τη δεκαετία του 2000. Το 2000, ο τότε πρόεδρος Bill Clinton ανακοίνωσε ότι ο στρατός θα έπαυε να υποβαθμίζει σκόπιμα την ποιότητα του «μη στρατιωτικού» σήματος του GPS, επιτρέποντας έτσι στο σύστημα να γίνει πολύ πιο ισχυρό και ακριβές. Και μέσα στα επόμενα χρόνια, οι δέκτες GPS έγιναν μικρότεροι, επιτρέποντάς έτσι την ενσωμάτωσή τους σε όλα τα είδη φορητών συσκευών – συμπεριλαμβανομένων των smartphones. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, «το GPS βρισκόταν στα πάντα», λέει ο Rankin.
Αυτό που οι πρώτοι δημιουργοί του GPS δεν μπορούσαν να έχουν προβλέψει δεν είναι μόνο ο τεράστιος αριθμός εφαρμογών που θα προέκυπταν για το σύστημα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο θα άλλαζε το πώς κινούμαστε στον κόσμο γενικότερα. Για πολλούς από εμάς, πλέον, το ταξίδι οπουδήποτε περιλαμβάνει το να αντιλαμβανόμαστε τη θέση μας στον χώρο ως μια μικροσκοπική μπλε κουκίδα σε μια μικρή οθόνη.
Τώρα, «υπάρχει η αίσθηση ότι ο χρόνος και ο χώρος είναι απλά θεμελιωδώς γνωστά μεγέθη και πραγματικά δεν υπάρχουν μέρη στον κόσμο όπου δεν μπορείς να ξέρεις πού βρίσκεσαι, εφόσον έχεις τον σωστό δέκτη», λέει ο Rankin. Αυτή είναι μια ιδέα που ακόμα και πριν από 30 χρόνια θα φάνταζε «εξωφρενική».
Ο ίδιος απορρίπτει την ιδέα ότι το GPS, με την αποτελεσματικότητα και την ευκολία του, έχει καταστρέψει την ικανότητά μας να βασιζόμαστε στις δικές μας αισθήσεις – εξάλλου, στην εποχή του GPS έχουμε αποκτήσει νέες δεξιότητες που μας επιτρέπουν να πλοηγούμαστε. Αλλά σημειώνει ότι ενώ στο παρελθόν οι καθημερινοί άνθρωποι στρέφονταν σε πολλαπλές πηγές πληροφοριών για να μαθαίνουν τον τόπο και τον χρόνο, τώρα στηρίζονται δυσανάλογα πολύ σε μοναχά μία πηγή.
«Αυτό είναι σίγουρα μια πιο ‘εύθραυστη’ πρακτική εφόσον καταλήγεις να ‘βάζεις όλα σου τα αυγά σε ένα καλάθι’» τονίζει.
Η αποκλειστική εστίαση στο πώς το GPS διευκολύνει την πλοήγηση δεν βοηθά στην κατανόηση του πραγματικά μετασχηματιστικού χαρακτήρα του συστήματος. Λόγω της ικανότητάς του να προσφέρει εξαιρετικά ακριβή μέτρηση της ώρας, επιτρέπει σε τεράστια δίκτυα – πύργοι κινητής τηλεφωνίας, τραπεζικά συστήματα και δίκτυα ηλεκτρισμού – να συγχρονίζονται, παράγοντας την άνευ εμποδίων επικοινωνία που σήμερα θεωρούμε όλοι δεδομένη.
Αυτή η παρουσία του GPS εκτείνεται και σε κλάδους που ίσως ποτέ δεν θα συσχετίζατε με το συγκεκριμένο σύστημα, και σε εφαρμογές που κανένας δεν είχε προβλέψει στο παρελθόν. Και δεν αναφερόμαστε μόνο σε κρίσιμους τομείς όπως τα χρηματοπιστωτικά δίκτυα και οι πύραυλοι, αλλά και σε περιπτώσεις που μας επηρεάζουν με έναν απλό και καθημερινό τρόπο. Ένα παράδειγμα που ο Rankin θεωρεί συναρπαστικό: ο χρονισμός των φαναριών στον δρόμο. «Μην πάτε τόσο μακριά, στην πυρηνική κεφαλή ή στο χρηματιστήριο. Δείτε απλώς τους φωτεινούς σηματοδότες» καταλήγει.