Σαν σήμερα, στις 2 Ιουλίου 1962, ο Sam Walton ανοίγει το πρώτο κατάστημα Walmart (τότε ήταν γνωστό ως Wal-Mart), στο Ρότζερς του Άρκανσο. Ήταν το ξεκίνημα μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας που σήμερα μετρά 10.5000 καταστήματα σε 19 χώρες και απασχολεί 2,1 εκατ. άτομα σε όλο τον κόσμο, ως ο μεγαλύτερος εργοδότης του ιδιωτικού τομέα στον πλανήτη.
Ξεκίνησε την καριέρα του στο λιανεμπόριο το 1940, όταν έπιασε δουλειά σαν μαθητευόμενος πωλητής σε κατάστημα της JC Penney. Ήταν ενθουσιώδης με τη δουλειά του, αλλά δεν ήθελε να αφήνει τους πελάτες να περιμένουν για να φτιάξει τα απαραίτητα χαρτιά, με αποτέλεσμα τα βιβλία του να είναι χάλια.
Ο Walton υπηρέτησε στον στρατό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όταν πια επέστρεψε, είχε γυναίκα και παιδί να συντηρήσει, έτσι αποφάσισε να στήσει τη δική του εταιρεία. Βάζοντας 5.000 δολάρια από τα δικά του χρήματα και 20.000 δολάρια που δανείστηκε από τον πεθερό του, άνοιξε το δικό του franchise κατάστημα Ben Franklin στο Νιούπορτ του Άρκανσο, σε ηλικία 27 ετών.
Τα επόμενα χρόνια, μαζί με τον αδερφό του, James, είχαν 15 καταστήματα Ben Franklin. Όμως, ο Walton είχε ήδη στο μυαλό του τη συνταγή της επιτυχίας που θα τον έκανε πλούσιο. Όταν πρότεινε στους ανθρώπους της Ben Franklin να ανοίξουν μεγαλύτερα μαγαζιά σε μικρές επαρχιακές πόλεις και να προσφέρουν χαμηλότερες τιμές για να προσελκύσουν περισσότερους πελάτες, εκείνοι αρνήθηκαν, αφού δεν ήθελαν να χαμηλώσουν το περιθώριο κέρδους τους.
Και έτσι, ο Walton αποφάσισε να το δοκιμάσει μόνος του. Η Wal-Mart είχε γεννηθεί.
Η τεράστια ανάπτυξη αυτής που θα γινόταν η μεγαλύτερη αλυσίδα λιανεμπορίου του κόσμου στηρίχθηκε στους υψηλούς όγκους και τις χαμηλές τιμές. Ο Walton ξεκίνησε από τις μικρές επαρχιακές πόλεις, με αποτέλεσμα να καταφέρει να γιγαντωθεί πριν οι ανταγωνιστές του πάρουν είδηση τι ακριβώς έκανε. Βέβαια, η έλευση ενός Wal-Mart σε αυτές τις πόλεις γινόταν σχεδόν πάντα δεκτή με εχθρικές διαθέσεις, αφού σήμαινε οικονομική καταστροφή για τα μικρά μαγαζιά της περιοχής. Και μπορεί οι τοπικές κοινωνίες να ήταν αντίθετες στην εταιρεία του, όμως ο Walton στο τέλος πάντα κέρδιζε με την υπόσχεσή του να προσελκύσει αγοραστές στην πόλη, να ενισχύσει φιλανθρωπίες και να φέρει θέσεις εργασίας.
Η Wal-Mart επικρίνεται μέχρι και σήμερα για τις κακές συνθήκες εργασίας, όμως τον καιρό εκείνο, ο Walton δούλευε σκληρά για να φτιάξει την εργασιακή κουλτούρα του προσωπικού του. Χρησιμοποιούσε σλόγκαν και τραγούδια καθώς και οικονομικά κίνητρα για να ενθαρρύνει τους υπαλλήλους να είναι φιλικοί προς τους πελάτες αλλά να κάνουν οικονομία για την επιχείρηση. Στα καταστήματα όπου οι κλοπές και οι απώλειες προϊόντων ήταν χαμηλές, οι εργαζόμενοι έπαιρναν μπόνους. Και ο ίδιος έδινε πάντα το παράδειγμα, καθώς πολλές μέρες, βρισκόταν στο γραφείο του από τις 4:30 τα ξημερώματα.
Όταν το 1985 το περιοδικό Forbes του έδωσε τον τίτλο του πλουσιότερου ανθρώπου της Αμερικής, ο Walton κάθε άλλο παρά χάρηκε. «Όλη αυτή η συζήτηση για το πόσα χρήματα έχει κάποιος είναι απλά ανόητη και έχει κάνει τη ζωή μου πολύ πιο σύνθετη και δύσκολη», θα έλεγε στο Fortune. Βέβαια, μπορεί να μην του άρεσε, αλλά δεχόταν να δίνει αυτόγραφα υπογράφοντας πάνω σε χαρτονομίσματα για τους πελάτες και το προσωπικό.
Ο Walton απείχε από την κοσμική ζωή των πλουσίων. Στα επιχειρηματικά του ταξίδια συχνά επισκεπτόταν ακόμα και έξι καταστήματα Wal-Mart μέσα σε μια μέρα, νοικιάζοντας μικρά αυτοκίνητα και διανυκτερεύοντας σε φθηνά ξενοδοχεία ή στα σπίτια των διευθυντών του.
Σήμερα, η οικογένεια Walton διαθέτει περιουσία 267 δισ. δολαρίων και είναι η πλουσιότερη της Αμερικής.