Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που υπέγραψαν τη συμφωνία για το οκτάωρο το 1919 και δεσμεύθηκε να το εφαρμόσει σταδιακά. Είχε ανάγκη δάνεια και την υποστήριξη στη Μικρασιατική Εκστρατεία και έκανε ό,τι μπορούσε για να την εξασφαλίσει. Από την εκστρατεία στην Ουκρανία εναντίον των Σοβιετικών το 1919 έως την υπογραφή φιλεργατικών νόμων.
«Τα ωρολόγια λειτουργούν κατά την διάθεσιν των εργοδοτών»
Ποιες συνθήκες όμως επικρατούσαν στην Ελλάδα τότε; Υπήρχαν επαγγέλματα με εργάσιμη από την ανατολή στη δύση του ήλιου, άλλα με 14-15 ώρες, με 12-14 και τα πιο ευνοϊκά με 10-12 ώρες. Οι εμποροϋπάλληλοι εργάζονταν 8 με 10 ώρες, αλλά συνήθως τους απασχολούσαν και στη μεσημβρινή δίωρη διακοπή.
Στις συνθήκες αυτές, τα αιτήματα μείωσης του χρόνου εργασίας δεν ήταν το οκτάωρο αλλά το δεκάωρο, και στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα το εννιάωρο. Ωστόσο, όπως σημειωνόταν στις εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας, «τα ωρολόγια εις πλείστας περιπτώσεις λειτουργούν κατά την διάθεσιν των εργοδοτών».
Το 1922-23, λόγω του προσφυγικού, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε αναβολή της εφαρμογής του οκτάωρου. Ο πρόεδρος των βιομηχάνων Ανδρέας Χατζηκυριάκος υποστήριζε ότι η εφαρμογή του θα έθετε σε κίνδυνο την ελληνική βιομηχανία, θα επιβάρυνε 20% το κόστος και θα μείωνε την ανταγωνιστικότητά της. Το 1924-25 εντάθηκαν οι κινητοποιήσεις, μαζί με άλλα αιτήματα, αλλά αποδίδονταν στους ελάχιστους την εποχή εκείνη κομμουνιστές, πράγμα που ανάγκασε τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπαναστασίου να δηλώσει ότι «Εάν με την πρόφασιν του κομμουνισμού κτυπήσωμεν ολόκληρον την εργατικήν τάξιν […] η εξέργερσις θα είναι αναπόφευκτος και μοιραία».
Οι κυβερνήσεις της εποχής προσπαθούσαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην αναβολή του οκταώρου, και στην αποφυγή σύγκρουσης με το ΔΓΕ που επόπτευε την εφαρμογή των συμβάσεων. Όταν με υπόμνημα του 1925 η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε τέσσερα χρόνια αναβολής, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, ήταν καταπέλτης: «Η Ελλάδα έχει υπογράψει. Υπέγραψε πρώτη. Έχει δεσμευθεί απέναντι στα άλλα κράτη. Οι ιδιαίτερες συνθήκες που προβάλλει είναι προφανώς άξιες προσοχής, αλλά κάθε κράτος ιδιαίτερες συνθήκες επικαλείται».
Η αναβλητικότητα της ελληνικής κυβέρνησης είχε όμως και διεθνή ερείσματα. Εως τότε λίγες χώρες είχαν επικυρώσει τη σύμβαση για το οκτάωρο, και υπήρχαν πολλές ανατροπές λόγω της κρίσης. Ακόμη και στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, το οκτάωρο εφαρμόστηκε σε κλάδους που είχαν ισχυρό συνδικαλισμό με μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη. Και στην Ελλάδα, επίσης, η εφαρμογή του οκτάωρου κατακερματίστηκε. Ως το 1940 είχαν εκδοθεί 50 νομοθετικά κείμενα για τη ρύθμιση των ωρών εργασίας και ο νομικός πολυδαίδαλος εμπόδιζε τον έλεγχο της πραγματικής εφαρμογής, η οποία απείχε πολύ από τις επίσημες διακηρύξεις. Σε πολλούς κλάδους, η αμοιβή με το κομμάτι εξανάγκαζε σε 12 και περισσότερες ώρες εργασίας.
Τελικά σαν σήμερα, στις 2 Απριλίου 1925, αποφασίζεται στην Ελλάδα η εφαρμογή του οκταώρου τμηματικά, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των διαφόρων εταιριών.