Η Γαλλίδα ιστορικός και συγγραφέας Ανί Κοέν-Σαλάλ συνάντησε έναν ύποπτο-έναν “ξένο” όπως η ίδια ομολόγησε. Αφορμή γι’ αυτή την παραδοχή στάθηκαν τα στοιχεία που κατάφερε να συλλέξει για τη ζωή του. Αυτός ο ύποπτος δεν ήταν άλλος από τον Πάμπλο Πικάσο, για τον οποίο έγραψε το βιβλίο της με τίτλο: «Πικάσο, ο ξένος. Ένας καλλιτέχνης στη Γαλλία, 1900 – 1973».
Η Ανί Κοέν-Σαλάλ βρήκε τον φάκελό του, στα αρχεία της αστυνομίας του Παρισιού. Έναν φάκελο, ο οποίος μεγάλωνε χρόνο με το χρόνο για το υπόλοιπο της ζωής του διάσημου καλλιτέχνη. Το περιεχόμενό του ήταν γεμάτο αναφορές, πρακτικά ανακρίσεων, άδειες διαμονής, φωτογραφίες ταυτότητας, δακτυλικά αποτυπώματα, αποδείξεις ενοικίου και αιτήματα πολιτογράφησης. «Η ανακάλυψη των αστυνομικών αρχείων του Πικάσο ήταν πραγματικά ένα σοκ. Δεν μπορούσα να πιστέψω πόσες φορές χρειάστηκε να πάει στο αστυνομικό τμήμα για να πάρει την κάρτα αλλοδαπού» ανέφερε χαρακτηριστικά η συγγραφέας. του βιβλίου «Πικάσο, ο ξένος. Ένας καλλιτέχνης στη Γαλλία, 1900 – 1973».
Η έρευνά της ήταν ένα «επιστημονικό κυνήγι θησαυρού» για το οποίο διασταύρωσε δεδομένα, αναζητώντας τα μεταξύ της αστυνομίας και των εθνικών αρχείων της Γαλλίας, αλλά και με τα στοιχεία από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη και την Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον. Ύστερα από τα στοιχεία που συνέλλεξε συνειδητοποίησε, ότι τα πρώτα 45(!) χρόνια του στη Γαλλία, ο Πικάσο στιγματίστηκε με τρεις τρόπους. Ως ξένος, ως αναρχικός και ως καλλιτέχνης της avant-garde που αναπτυσσόταν τότε.
Η αναφορά της αστυνομίας
Η πρώτη αναφορά της αστυνομίας για τον Πικάσο είχε ημερομηνία 18 Ιουνίου 1901 και γράφτηκε από τον αστυνόμο Αντρέ Ρουκιέ. Ο αστυνόμος επινόησε μια δική του περίληψη. «Ο Πικάσο ζωγράφισε πρόσφατα μια εικόνα, που δείχνει ξένους στρατιώτες να χτυπούν έναν ζητιάνο, που είχε πέσει στο έδαφος. Επιπλέον, στο δωμάτιό του υπάρχουν αρκετοί άλλοι πίνακες, που δείχνουν μητέρες να εκλιπαρούν για ελεημοσύνη από αστούς, οι οποίοι τις απωθούν». Παρασυρόμενος από την υστερία των καιρών ο Ρουκιέ μετέτρεψε επιδέξια τους πίνακες του Πικάσο σε στοιχεία, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του. Στη συνέχεια, ο αστυνομικός ανακάτεψε κουτσομπολιά, που συγκεντρώθηκαν από το θυρωρείο της πολυκατοικίας όπου διέμενε ο ζωγράφος και πρόσθεσε σαρωτικούς ισχυρισμούς και συκοφαντίες. Η αστυνομική έκθεση τελείωνε με το συμπέρασμα, ότι «ο Πικάσο συμμερίζεται τις ιδέες του συμπατριώτη του Μανιάκ, που του παρέχει άσυλο. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρείται αναρχικός». Όπως επισημαίνει η Ανί Κοέν-Σαλάλ, η άποψη αυτή δεν έχει καμία υπόσταση, καθώς οι πληροφοριοδότες ουδέποτε είχαν εντοπίσει τον καλλιτέχνη σε κάποια αναρχική συνάντηση.
Οι επιρροές από τους μετανάστες
«Σίγουρα, η έλλειψη στρατιωτικής πείρας του Πικάσο, μαζί με τη μετέπειτα απόφασή του να μην υπηρετήσει εθελοντικά στον Γαλλικό Στρατό κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα χρησιμοποιηθούν εναντίον του στις επόμενες αστυνομικές αναφορές», σημειώνει στο βιβλίο της η Ανί Κοέν-Σαλάλ. Τότε ο άμεσος προϊστάμενός του Ρουκιέ υπογράμμιζε με μανία, με κόκκινο μολύβι τις λέξεις “πρέπει να θεωρείται αναρχικός”. Στην πραγματικότητα όμως, ο Πικάσο έγινε μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1944». Οι 64 πίνακες που ολοκληρώθηκαν την άνοιξη του 1901 από τον 19χρονο καλλιτέχνη για την πρώτη του έκθεση σε μια παρισινή γκαλερί θεωρούνται σήμερα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα και πωλούνται για αστρονομικά ποσά. Το 1901 ωστόσο, αυτοί οι πίνακες χρησιμοποιήθηκαν ως επαρκής αιτία για να παρακολουθήσουν και να παρενοχλήσουν τον νεαρό, που το μόνο σφάλμα του ήταν ότι είχε αποδεχτεί την υποστήριξη των Καταλανών της συνοικίας. «Αυτοί και άλλοι μετανάστες όμως, ήταν σημαντικοί για τον καλλιτέχνη», λέει η συγγραφέας.
Η αποξένωση του Πικάσο μετά το 1914 δίνει μια νέα διάσταση στην τέχνη του καλλιτέχνη. Η Ανί Κοέν-Σαλάλ παρουσιάζει στο βιβλίο της, εκατοντάδες στοργικά μηνύματα που αντάλλασσαν με τη μητέρα του, Μαρία Πικάσο Λόπεζ. «Άνοιξα ένα-ένα τα γράμματα, παρατηρώντας τον τρόπο, που τα άνοιγε εκείνος. Μερικά με τα δάχτυλά του και άλλα με ένα μαχαίρι, ανακαλύπτοντας, ότι μερικά ήταν λερωμένα από μπογιά ή από καφέ» εξιστορείται η συγγραφέας.