Η Κίνα έχει αναβαθμίσει τη διεθνή παρέμβασή της μετά την συμφωνία του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας για την αποκατάσταση διμερών σχέσεων.
Η πιο πρόσφατη ετήσια εκτίμηση απειλών από την κοινότητα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών δεν μασάει τα λόγια της σε σχέση με το ποια είναι μεσοπρόθεσμα η μεγαλύτερη απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και αυτή δεν είναι άλλη από την Κίνα.
Πράγμα λογικό, εάν σκεφτούμε ότι η Κίνα είναι η δεύτερη οικονομία στον πλανήτη, με ορατό το ενδεχόμενο κάποια στιγμή στο μέλλον να ξεπεράσει τις ΗΠΑ, ολοένα και περισσότερο αναβαθμίζει τις στρατιωτικές δυνατότητες, και προσπαθεί να διευρύνει την οικονομική και πολιτικής της επιρροή, συμπεριλαμβανομένης και της ολοένα και πιο στενής συνεργασίας με τη Ρωσία.
Όμως, την ίδια στιγμή η Κίνα δείχνει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για περιφερειακή συνεννόηση και «εξομάλυνση» σχέσεων, ακόμη και σε σχέση με περιοχές και χώρες όπου ιστορικά οι ΗΠΑ διεκδίκησαν να έχουν τον πρώτο ρόλο.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Μέση Ανατολή και η ανακοίνωση ότι ύστερα από κινεζική μεσολάβηση, Σαουδική Αραβία και Ιράν αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αποκατάσταση των διμερών σχέσεων, που είχαν περάσει αρκετές δοκιμασίες τα προηγούμενα χρόνια.
Το γεγονός ότι η Σαουδική Αραβία υπήρξε σε προηγούμενες δεκαετίες βασικό σημείο αναφοράς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής (και παραλήπτης πολύ μεγάλου όγκου αμερικανικού στρατιωτικού υλικού) αλλά και βασικός συνομιλητής των ΗΠΑ σε ζητήματα ρύθμισης της παγκόσμιας ενεργειακής αγοράς και από την άλλη το Ιράν παραμένει αυτή τη στιγμή κατεξοχήν χώρα που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν με όρους εχθρότητας – ενδεικτικό και το βάλτωμα στις συζητήσεις για την επανεκκίνηση της συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν –, καθιστά αυτή τη συμφωνία ακόμη πιο σημαντική.
Η σημασία της συμφωνίας
Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν υπήρξαν για μεγάλο διάστημα δύο περιφερειακές δυνάμεις σε σύγκρουση.
Από τη μια, μια μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα (και βασικός ρυθμιστής της τιμής του πετρελαίου παγκοσμίως), με πολιτική δομή ιδιαίτερα αυταρχικού βασιλείου με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, μια ιστορική σχέση με τις ΗΠΑ και βασικός «εξαγωγές» μιας συντηρητικής εκδοχής σουνιτικού Ισλάμ.
Από την άλλη, μια Ισλαμική Δημοκρατία, κατεξοχήν εκπρόσωπος μιας εκδοχής σιιτικού Ισλάμ και βασική δύναμη ενός «άξονα αντίστασης», σε μεγάλο βαθμό αντιτιθέμενου στη Δύση, το Ισραήλ αλλά –κατά περίπτωση– και στις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου.
Δυο χώρες που εδώ και χρόνια συγκρούονται για την άσκηση επιρροής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, στη Συρία, στον Λίβανο και στο Ιράκ, την ώρα που υποστηρίζουν αντίπαλες παρατάξεις στον εμφύλιο της Υεμένης. Μάλιστα, στον τελευταίο όχι μόνο το Ιράν έχει στηρίξει τους αντάρτες Χούθι, αλλά τους έχει προσφέρει και τεχνογνωσία για ιδιαίτερα εντυπωσιακά χτυπήματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Όμως, ταυτόχρονα το νέο τοπίο που διαμορφώνεται μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, την άρνηση αρκετών χωρών να συμπαραταχθούν με τη δυτική πολιτική, τη μερική απόσυρση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή, την αναβάθμιση του οικονομικού ρόλου της Κίνας και την εμφάνιση νέων συσπειρώσεων και δυνητικών ολοκληρώσεων έξω από το στενό «δυτικό» πλαίσιο, οι δύο αυτές περιφερειακές ισχυρές δυνάμεις έχουν λόγους να αναζητήσουν μεγαλύτερη συνεννόηση.
Ούτε η Σαουδική Αραβία μπορεί να απεμπλακεί από το κόστος του πολέμου στην Υεμένη χωρίς κάποιου τύπου συνεννόηση με το Ιράν, ούτε το Ιράν μπορεί να κατοχυρώσει ότι ανεξαρτήτως δυτικών κυρώσεων αναγνωρίζεται ως πολιτικός και οικονομικός συνομιλητής στην ευρύτερη περιοχή χωρίς τη συνεννόηση με τη Σαουδική Αραβία.
Ως τέτοια η συμφωνία έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει παράγοντα αλλαγής των συσχετισμών στην περιοχή. Αρκεί να αναλογιστούμε τις προηγούμενες προσπάθειες των ΗΠΑ μέσα από τις «συμφωνίες του Αβραάμ» να προωθήσει την εξομάλυνση των σχέσεων των κρατών του Κόλπου με το Ισραήλ, στον ορίζοντα της διαμόρφωσης ενός αντι-Ιρανικού άξονα στην περιοχή.
Αντιθέτως, εάν συνδυάσουμε τη συμφωνία με την επαναπροσέγγιση της Σαουδικής Αραβίας με την Τουρκία και το Κατάρ, διαμορφώνεται μια νέα δυναμική στην περιοχή που μπορεί να έχει αντίκτυπο και στη Συρία. Ουσιαστικά, την ώρα που οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να διαμορφώσουν μια νέα «υγειονομική ζώνη» απέναντι στο Ιράν, στην ίδια την περιοχή αναπτύσσονται συνολικότερες δυναμικές συνεργασιών και νέων ισορροπιών.
Ταυτόχρονα, η συμφωνία αυτή αναβαθμίζει τον ρόλο της Κίνας που φαίνεται να δοκιμάζει σταδιακά να καλύψει κενά που αφήνει η ταυτόχρονα απόσυρση των ΗΠΑ και υπερπένδυση σε μια πιο συγκρουσιακή αντίληψη του κόσμου.
Το οικονομικό δέλεαρ μιας πολυπολικής παγκόσμιας οικονομίας
Κρίσιμα πλευρά της ικανότητας του Πεκίνου να μπορεί να λειτουργεί μεσολαβητικά είναι ακριβώς ο τρόπος που σήμερα παίζει ρόλο σε μια σειρά από παράλληλες διαδικασίες που κατατείνουν σε μια αναβάθμιση των μορφών οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας που δεν ορίζονται στο στενό δυτικό πλαίσιο (G7 – NATO – EE). Τόσο η πρωτοβουλία των BRICS όσο και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης εντάσσονται σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Η Σαουδική Αραβία παρακολουθεί τόσο τα BRICS, όπου επιδιώκει να αναβαθμιστεί σε πλήρες μέλος, όσο και τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (όπου ήδη το Ιράν είναι μέλος). Αυτές οι συνεργασίες παραπέμπουν και σε ανοίγματα σε άλλες αγορές και συνδέονται με την προσπάθεια του Ριάντ να χαράξει ένα ρόλο και για την εποχή μετά το πετρέλαιο, κυρίως με τον μετασχηματισμό της χώρας σε κόμβο τεχνολογίας.
Αντίστοιχα και το Ιράν αντιμετωπίζει τη δική του συμμετοχή στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης ως άνοιγμα σε ένα μεγάλο φάσμα αγορών.
Ας μην ξεχνάμε ότι όλες αυτές οι πρωτοβουλίες σχετίζονται και με την ανάγκη να μην υπάρχει αποκλειστική εξάρτηση από ένα πλαίσιο συναλλαγών όπου η Δύση διατηρεί προνομιακό ρόλο (μέσω της κυριαρχίας του δολαρίου ως νομίσματος αναφοράς και του συστήματος SWIFT ως βασικής υποδομή για εκτέλεση συναλλαγών).
Ο παράλληλος ρόλος της Ρωσίας
Μπορεί να ήταν η Κίνα αυτή που βγήκε μπροστά και μεσολάβησε για να υπάρξει η συμφωνία ανάμεσα στο Ιράν και τη Σαουδική Αραβία δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο παράλληλος ρόλος της Ρωσίας, μιας χώρας που διατηρεί καλές σχέσεις τόσο με το Ιράν όσο και τη Σαουδική Αραβία, κάτι που αποτυπώθηκε και στην πρόσφατη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της πρίγκιπα Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν Αλ Σαούντ στη Μόσχα και τις συζητήσεις με τον Σεργκέι Λαβρόφ.
Και εάν με το Ιράν οι σχέσεις αφορούν μια συνολικότερη στρατηγική σύγκλιση, που αποτυπώνεται και στην ιρανική υποστήριξη σε σχέση με τη ρωσική πολεμική προσπάθεια στην Ουκρανία αλλά και τη συνεργασία στη Συρία για τη στήριξη των κυβερνητικών δυνάμεων, στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας δεν είναι τυχαία η σταθερή συνεργασία για τα ρύθμιση των τιμών του πετρελαίου σε επίπεδο OPEC+.
Ουσιαστικά, σήμερα η συνεννόηση Μόσχας και Ριάντ ως προς την παραγωγή πετρελαίου είναι βασική παράμετρος για τη διαμόρφωση της τιμής, παρά την πίεση των ΗΠΑ για μεγάλες αυξήσεις της παραγωγής.
Όμως, και στην περίπτωση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας αναδεικνύεται ένα πιο συνολικό αποτύπωμα. Άλλωστε, η Ρωσία παίζει κομβικό ρόλο και στην Ομάδα BRICS και στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και συνολικά τις διεργασίες που διαμορφώνουν μια πιο σύνθετη διεθνή αρχιτεκτονική.