Ειρωνική; Στωική; Αναπολογητικά απορημένη; Αμήχανη; Ή μήπως μακάρια ανακουφισμένη; Οποιον επιθετικό προσδιορισμό και αν επιλέξει κανείς για να περιγράψει την υπερμεγέθη φιγούρα με τη μορφή της Γιαγιόι Κουσάμα που «αγκαλιάζει» την πρόσοψη της ναυαρχίδας των καταστημάτων Louis Vuitton στη λεωφόρο Champs Elyzee του Παρισιού από τις αρχές του μήνα, δεν θα διακινδυνεύσει να βρεθεί εκτός θέματος. Αντιθέτως, κάθε χαρακτηρισμός θα ήταν θεμιτός, καίριος, καλοδεχούμενος και βέβαια χρήσιμος.
Για να κατανοήσει κανείς την καλλιτεχνική προσωπικότητα της Γιαπωνέζας εικαστικού και να έχει μια ελάχιστη πληροφορία για τη ζωή της, η οποία υπήρξε εδώ και 93 χρόνια ακραία σε αντιφάσεις και αντιθέσεις. Αρκεί να θυμάται κανείς πως έως τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Κουσάμα ήταν σχεδόν άγνωστη, απαξιωμένη και περιφρονημένη καλλιτεχνικά, παρότι μάλιστα είχε αντιγραφεί κατ’ επανάληψη και ανερυθρίαστα από ομότεχνούς της – ανάμεσά τους ο Αντι Γουόρχολ που είχε κοπιάρει την τεχνοτροπία της ήδη από τα 70s.
Σήμερα η μορφή και το έργο της όχι μόνο συνδέονται, για δεύτερη μάλιστα φορά μέσα σε μια δεκαετία, με ένα από τα ισχυρότερα και τα πιο πολυτελή brands στον κόσμο, αλλά γεννά κάποιες από τις πιο ινσταγκραμικές εικόνες που μπορεί να απαθανατίσει κανείς στις μπουτίκ του οίκου Louis Vuitton στη γαλλική πρωτεύουσα, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και βέβαια στο Τόκιο. Η Κουσάμα έχει παραδεχτεί πως πάντοτε αναζητούσε την πλήρη, απόλυτη και ομόθυμη αποδοχή και αναγνώριση. Επτά χρόνια πριν συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής μπορεί να τρέφει τη βεβαιότητα πως το κατάφερε.
Η συνεργασία της Γιαπωνέζας καλλιτέχνιδας με τον γαλλικό οίκο, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω προσφέρει τα 2/3 του ετήσιου συνολικού τζίρου στον όμιλο LVMH, είναι με άλλα λόγια ένας από τους βασικούς λόγους που ο επικεφαλής του, Μπερνάρ Αρνό, είναι αυτή τη στιγμή ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, με περιουσία ύψους 190 δισ. δολαρίων, αποτυπώνεται σε 400 αντικείμενα – ρούχα, τσάντες, παπούτσια, αξεσουάρ, ταξιδιωτικές αποσκευές, ακόμα και αρώματα. Είναι μάλλον περιττό να υπογραμμίσει κανείς πως οτιδήποτε φέρει τις εμβληματικές κουκκίδες της Γιαγιόι Κουσάμα θεωρείται a priori συλλεκτικό. Οπως άλλωστε και κάθε αντικείμενο της Louis Vuitton που αποτελεί γέννημα της κατά καιρούς συνεργασίας της με σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως λόγου χάρη με τον Τζεφ Κουνς ή τον Τακάσι Μουρακάμι.
Αλλά δεν είναι μόνο το καταναλωτικό αποτύπωμα που δημιουργεί ενδιαφέρον και buzz γύρω από τη σύμπραξη της εικαστικού με τον γαλλικό οίκο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα γεγονός όχι μόνο με εμπορεύσιμη αξία για την LVMH, ή απλά με καλλιτεχνικό ενδιαφέρον για όσους θα γίνουν κοινωνοί των installations που έχουν τοποθετηθεί στις μπουτίκ της Louis Vuitton. Στην πραγματικότητα είναι μια νίκη της -εσχάτως χιλιοτραγουδισμένης- διαφορετικότητας.
Η Γιαγιόι Κουσάμα μπορεί σήμερα να είναι η πιο εμπορική αλλά και η πιο ακριβή γυναίκα καλλιτέχνις στον κόσμο, όμως υπήρξε ένα κορίτσι που γαλουχήθηκε και ενηλικιώθηκε με στερήσεις, ένδεια και κυρίως πατριαρχικά στερεότυπα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Θα έλεγε κανείς ότι η κλονισμένη ψυχική υγεία της και οι παραισθήσεις που βίωνε από έφηβη ακόμα, όταν μάλιστα εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο κατασκευής αλεξιπτώτων στη διάρκεια του πολέμου, ήταν το καταφύγιό της από την πραγματικότητα. Η Κουσάμα μπορεί να μετοίκησε για περίπου 15 χρόνια στις ΗΠΑ και να ξέφυγε από τον ακραίο συντηρητισμό της ιαπωνικής κοινωνίας, όμως ποτέ δεν κατάφερε να αποδράσει από τον εαυτό της.
Επειτα από δύο απόπειρες αυτοκτονίας και αφού στα μέσα των 70s επέστρεψε στη γενέτειρά της, η καλλιτέχνις, συμφιλιωμένη πια με την ίδια, αποφάσισε με δική της πρωτοβουλία να ζει έγκλειστη σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Δημιούργησε μάλιστα και το στούντιό της σε κοντινή απόσταση, το οποίο έως σήμερα επισκέπτεται καθημερινά περπατώντας. Το έργο της αλλά και η ίδια άνοιξαν τη συζήτηση για την ψυχική υγεία, αποδόμησαν το κοινωνικό στίγμα και αποδαιμονοποίησαν ένα κοινωνικό ταμπού. Το γεγονός ότι τα έργα της ταυτίζονται με ένα luxury brand και τελικά γίνονται μέρος της ποπ κουλτούρας μόνο θετικό αντίκτυπο έχει. Μπορεί η Κουσάμα να μην άλλαξε τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον τον κάνει πολύχρωμο. Και εμάς πιο ανεκτικούς και δεκτικούς σε εκείνο που δυσκολεύεται να συλλάβει, να αντιληφθεί ή να ερμηνεύσει ο νους μας.